Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δεδηλωμένος -η -ο"
1 εγγραφή
δεδηλωμένος -η -ο [δeδiloménos] Ε3 : (λόγ.) δηλωμένος: Είναι ~ άθεος. H δεδηλωμένη πλειοψηφία των βουλευτών και κυρίως ως ουσ. η δεδηλωμένη, στην έκφραση η αρχή της δεδηλωμένης, η υποχρέωση του ανώτατου άρχοντα να αναθέτει το σχηματισμό κυβέρνησης στο κόμμα που έχει την πλειοψηφία στη βουλή.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. δηλῶ `δηλώνω΄ & σημδ. γαλλ. déclaré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες