Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκροτέσκος -α -ο [grotéskos] Ε4 : αστείος, κωμικός, γελοιογραφικός, εξαιτίας κυρίως μιας παράδοξης, ιδιότροπης ή εξαιρετικά περίεργης εμφάνισης: Γκροτέσκα φιγούρα. Θέαμα γκροτέσκο. Γκροτέσκα ερμηνεία.
[ιταλ. grottesco -ς]



