Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "βραχύβιος -α -ο"
1 item total
βραχύβιος -α -ο [vraxívios] Ε6 : που η ζωή του ή η διάρκειά του είναι μικρή. ANT μακρόβιος: Bραχύβια ζώα / έντομα. Bραχύβια ύπαρξη / κυβέρνηση.

[λόγ. < αρχ. βραχύβιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go