Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "βουδιστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
βουδιστικός -ή -ό [vuδistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βουδισμό ή στο βουδιστή: Bουδιστική φιλοσοφία. ~ ναός, η παγόδα.

[λόγ. βουδιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες