Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αυτός 1 -ή -ό"
1 εγγραφή
αυτός 1 -ή -ό [aftós] αντων. προσ. γ' προσώπου : φανερώνει το γ' πρόσωπο του λόγου εκείνον ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, σε αντιδιαστολή προς το εγώ (α΄ πρόσωπο) και το εσύ (β΄ πρόσωπο)· εμφανίζει δυνατούς και αδύνατους τύπους· (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων). 1α. οι δυνατοί τύποι συνηθίζονται, όταν βρίσκονται μεμονωμένοι ή όταν θέλουμε να πούμε κτ. με έμφαση· οι αδύνατοι είναι συχνότεροι και συνηθίζονται όταν θέλουμε να πούμε κτ. χωρίς έμφαση ή αντιδιαστολή και λέγονται πάντοτε μαζί με το ρήμα : Είδες το Γιώργο; - Τον είδα αλλά δεν του μίλησα. Αυτόν φώναξε κι όχι εμένα. Τη συναντώ κάθε πρωί. Δεν τους είδα από τότε. || ύστερα από το ρήμα, στους ρηματικούς τύπους προστακτικής ή μετοχής: Φώναξέ τον. Βοήθησέ τους. Φώναξέ τες. Καλώς τους. Εξηγώντας τους. Στείλ' το μας. Φέρ' το μου / φέρε μού το. || πριν από το ρήμα: Τους το έστειλα. Μας το έφερε. || ύστερα από τον προσδιοριζόμενο όρο: Είναι μικρότερός του, μικρότερος απ' αυτόν. β. οι αδύνατοι τύποι χρησιμοποιούνται και ως επαναληπτική αντωνυμία, για όνομα που αναφέρθηκε προηγουμένως: Όσο για τον πατέρα του, αυτόν δε θα τον γνωρίσεις. || ως προληπτική: Να την η Ελένη. Να τοι οι φίλοι μας. 2. η ονομαστική του δυνατού τύπου αυτός αποτελεί το εννοούμενο υποκείμενο κάθε κλιτού ρηματικού τύπου γ' προσώπου· αναφέρεται μόνο σε περιπτώσεις έμφασης ή αντιδιαστολής: Εσύ, ~ κι εγώ θα είμαστε στο δεύτερο αυτοκίνητο. || συχνά για λόγους ευγένειας αποφεύγουμε τη χρήση της και προτιμούμε να αναφέρουμε το όνομα του προσώπου και όχι τον ανάλογο τύπο της αντωνυμίας: Ποιος σου το είπε; - ~ / Ο Γιώργος. || σε περίπτωση έμφασης μαζί με τον ανάλογο αδύνατο τύπο: Αυτόν τον υπολογίζουν. Αυτή την ακούν. Αυτούς μην τους λογαριάζεις. 3. οι δυνατοί τύποι επίσης χρησιμοποιούνται: α. προκειμένου να μην επαναληφθεί κτ. που έχει προαναφερθεί: Ο Γιώργος πρότεινε να συνεργαστούμε· άλλωστε ~ και παλιότερα είχε προτείνει κάτι ανάλογο. ΦΡ αντ' αυτού: α. για κάτι που γίνεται, συμβαίνει κτλ. στη θέση άλλου: Ήθελε να γίνει γιατρός· αντ' αυτού ασχολήθηκε με το εμπόριο. β. (για πρόσ.) στη θέση κάποιου άλλου· Αντ' αυτού υπέγραψε ο υποδιευθυντής. (ειρ.) Ο αντ' αυτού, ο αντικαταστάτης. (λόγ.) ~ έφα, για τις περιπτώσεις που σεβόμαστε και υπολογίζουμε τη γνώμη κάποιου. β. (συχνά με την αντων. ίδιος) για να αντιδιαστείλει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, προς οτιδήποτε άλλο: Πρέπει να το παραλάβει ~ ο ίδιος. Να έρθει ~ ο ίδιος να ρωτήσει και να μη στέλνει άλλους. Να μην κάνεις αυτό που σου ζητούν. ~ είναι που τραγουδάει..., όχι άλλος. (έκφρ.) ~ καθαυτόν*. γ. με τη σημασία μόνος, χωρίς παρακίνηση ή εξαναγκασμό από άλλον: Δεν τον στείλαμε με το ζόρι· ~ το ζήτησε, από μόνος του το ζήτησε. δ. με μειωτική σημασία: ~ σου φέρθηκε καλά;, αυτός ο απατεώνας, ο αλήτης κτλ. σου φέρθηκε καλά; ε. (προφ.) με το άρθρο ο, η, το για να αναπληρώσουμε τη λέξη: ε1. που προς στιγμήν δεν μπορούμε να θυμηθούμε: Φέρε μου λίγο την αυτήν, την πώς την λένε, α, ναι την κασέτα που είναι στο τραπέζι. ε2. που δε θέλουμε να αναφέρουμε· με ουσιαστικοποίηση: Τα αυτά μου κτλ., για τα αντρικά γεννητικά όργανα· τα απαυτά μου. Η αυτή μου κτλ., για το αντρικό μόριο. ε3. (προφ.) η κλητική αυτέ / αυτή, για να απευθυνθούμε σε κπ. ή για να φωνάξουμε κπ. του οποίου το όνομα δε γνωρίζουμε· καλέ συ.

[αρχ. αυτοπ. αντων. αὐτός ‘ο ίδιος’, στις πλάγιες πτ. αὐτοῦ, αὐτόν ως προσ. αντων., ελνστ. σε όλες τις πτ.· οι αδύνατοι τύποι τον κτλ.: μσν. < σύντμ. του αυτός σε εγκλιτική χρήση: είδα αυτόν > είδα ατον > είδα τον· η ονομ. τος με βάση την αιτ. τον ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες