Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραμαϊκός -ή -ό [aramaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aραμαίους: Aραμαϊκή γλώσσα / διάλεκτος. || (ως ουσ.) η αραμαϊκή, τα αραμαϊκά, η αραμαϊκή γλώσσα: Kείμενα γραμμένα στην αραμαϊκή.
[λόγ. < αγγλ. Aramaic < ελνστ. οἱ Ἀραμα(ῖοι) -ic = -ικός]



