Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανώριμος -η -ο"
1 εγγραφή
ανώριμος -η -ο [anórimos] Ε5 : ANT ώριμος. α. που δεν έχει φτάσει ακόμη στην πλήρη ψυχική και πνευματική του ωριμότητα: Ο πολύ νέος άνθρωπος είναι συναισθηματικά / κοινωνικά / σεξουαλικά ~. Ένα παιδί τεσσάρων ετών είναι ανώριμο να παρακολουθήσει σχολικά μαθήματα. Είναι ανώριμη για γάμο. Λαός κοινωνικά / πολιτικά ~, που δεν μπορεί να κρίνει σωστά, υπεύθυνα. Οι δικτάτορες θεωρούν τους λαούς ανώριμους για δημοκρατία. β. (ιατρ.) που δεν έχει φτάσει σε πλήρη βιολογική ανάπτυξη: Tα πολύ πρόωρα νεογνά είναι (βιολογικά) ανώριμα. ανώριμα ΕΠIΡΡ: Σκέπτεται / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ώριμος, μτφρδ.: α: αγγλ. immature· β: γαλλ. immature]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες