Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεξίτηλος -η -ο [aneksítilos] Ε5 : α.(κυρίως για χρώματα) που δεν ξεβάφει, δεν εξαλείφεται ή δεν ξεθωριάζει: Aνεξίτηλα χρώματα. || Aνεξίτηλα υφάσματα, που διατηρούν τη ζωηρότητα του χρώματός τους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. β. (μτφ.) που η ζωηρότητά του δε χάνεται, δεν εξασθενίζει με το πέρασμα του χρόνου: Aνεξίτηλες εντυπώσεις / μνήμες. H μορφή του θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεξίτηλος]



