Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανδρείος -α -ο"
1 εγγραφή
ανδρείος -α -ο [anδríos] & αντρείος -α -ο [andríos] Ε4 : που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· γενναίος: ~ πολεμιστής. Aνδρεία ψυχή. || που δείχνει ή που απαιτεί ανδρεία: Aνδρεία απόφαση / στάση.

[αντρ-: αρχ. ἀνδρεῖος (προφ. [nd] )· ανδρ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες