Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιμοσταγής -ής -ές [emostajís] Ε10 : (λόγ.) αιματοβαμμένος: Aιμοσταγές ξίφος, που είναι γεμάτο αίματα. Ο ~ τύραννος, που προκάλεσε πολλούς φόνους.
[λόγ. < αρχ. αἱμοσταγής]



