Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθρόος -α -ο [aθróos] Ε4 : που γίνεται ή που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα· πολυάριθμος: Aθρόες εγγραφές / προσλήψεις / συλλήψεις. Tο σωματείο διαμαρτύρεται για τις αθρόες απολύσεις. Aθρόα προσέλευση ψηφοφόρων στις κάλπες.
αθρόα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀθρόος]



