Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- έτερος ετέρα έτερο(ν) [éteros] Ε γεν. αρσ. και ουδ. εν. ετέρου, πληθ. ετέρων : (λόγ.) άλλος. (έκφρ.) το έτερον ήμισυ*. έτερον εκάτερον, για να δηλωθεί ότι κτ. είναι άσχετο με κτ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. ἕτερος]



