Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "έτερος ετέρα έτερο(ν)"
1 item total
έτερος ετέρα έτερο(ν) [éteros] Ε γεν. αρσ. και ουδ. εν. ετέρου, πληθ. ετέρων : (λόγ.) άλλος. (έκφρ.) το έτερον ήμισυ*. έτερον εκάτερον, για να δηλωθεί ότι κτ. είναι άσχετο με κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. ἕτερος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go