Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ένιοι -ες -α"
1 εγγραφή
ένιοι -ες -α [énii] αντων. αόρ. (βλ. Ε6) : (λόγ.) μερικοί.

[λόγ. < αρχ. ἔνιοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες