Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άτοπος -η -ο"
1 εγγραφή
άτοπος -η -ο [átopos] Ε5 : 1.που έρχεται σε αντίφαση με τη λογική· παράλογος, παράδοξος: Άτοπο συμπέρασμα. || (λογ.) για ιδέα που περικλείει εσωτερική αντίθεση ή για κρίση ή υπόθεση που αντιφάσκει σε λογικά αναγκαία αλήθεια: Mια πρόταση μπορεί να είναι λογική (ψευδής ή αληθής) ή άτοπη. 2. που είναι αταίριαστος προς την περίσταση: Άτοπα αστεία. Άτοπη συμπεριφορά. Άτοπες πράξεις. 3. (ως ουσ.) το άτοπο*. άτοπα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄτοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες