Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλκιμος -η -ο [álkimos] Ε5 : (λόγ.) που έχει δύναμη και σφρίγος: H άλκι μη νεότητα. || Σώμα Ελλήνων Aλκίμων, οργάνωση νέων παρόμοια με τον προσκοπισμό, που εξελίχθηκε σε φασιστική.
[λόγ. < αρχ. ἄλκιμος]



