Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άθυμος -η -ο [áθímos] Ε5 : (λόγ., για πρόσ.) που δεν έχει καλή ψυχική διάθεση· άκεφος: Tο παιχνίδι μεταβάλλει τα άθυμα και μελαγχολικά παιδιά σε εύθυμα.
[λόγ. < αρχ. ἄθυμος]