Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "Λ λ"
1 εγγραφή
Λ, λ το [lámδa] (άκλ.) : 1. το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο λάμδα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Λ' ή λ' = τριάντα ή τριακοστός: Στη σελίδα λδ' (= 34η) της εισαγωγής. || 'Λ ή 'λ = τριάντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Λ ή λ = ενδέκατος: Οι ραψωδίες Λ [lámδa] της Iλιάδας και λ της Οδύσσειας.

[αρχ. Λ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [l], διπλό <λλ>: προφ. [ll] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και λάμδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες