Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "Δ δ"
1 εγγραφή
Δ, δ το [δélta] (άκλ.) : 1. το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο δέλτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Δ' ή δ' = τέσσερα ή τέταρτος: Kεφάλαιο Δ' [tétarto]. Στη σελίδα ιδ' (= 14η) της εισαγωγής. || 'Δ ή 'δ = τέσσερις χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Δ ή δ = τέταρτος: Οι ραψωδίες Δ [δélta] της Iλιάδας και δ της Οδύσσειας. Tο Δ [δélta ή tétarto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.

[αρχ. Δ (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ. [d], μετά την ελνστ. εποχή: [d] ύστερα από ρινικό σύμφ.: δένδρον (σημερ. γραφή ντ: δέντρο), [δ] παντού αλλού: δένδρον· (σύγκρ. B, Γ)· η σημερ. γραφή <δ> και προφ. [δ] ύστερα από ρινικό σύμφ.: δένδρο είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και δέλτα)· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [d] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [nt > nd] : έντομο· επίσης λόγ. <δ> αντί <ντ> σε δάνεια με <d> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [d] : μόδα < γαλλ. mode]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες