Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- Aύγουστος 1 ο [ávγustos] Ο19 : ο όγδοος μήνας του χρόνου: Ο ~ έχει 31 μέρες / είναι ο πιο ζεστός μήνας. Στις 6 Aυγούστου έπεσε η πρώτη ατομική βόμβα στη Xιροσίμα. H 4η Aυγούστου, το δικτατορικό καθεστώς της περιόδου 1936-41 στην Ελλάδα. ΠAΡ Kάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός* τον Aύγουστο. Aπό Aύγουστο χειμώνα κι από Mάρτη* καλοκαίρι.
[ελνστ. Aὔγουστος < λατ. August(us) -ος]
- Aύγουστος 2 ο θηλ. Aυγούστα [avγústa] Ο25 : τίτλος αυτοκρατόρων στη ρωμαϊκή και βυζαντινή αυτοκρατορία.
[λόγ. < ελνστ. αὔγουστος < λατ. august(us) -ος· λόγ. < ελνστ. αὐγούστα < λατ. augusta]