Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχοκόρη
6 εγγραφές [1 - 6]
θετός -ή -ό [θetós] Ε1 : που έχει αποκτήσει με υιοθεσία την ιδιότητα που προκύπτει από τη σχέση πατέρα - παιδιού. ANT φυσικός. α. που υιοθέτησε κπ.: ~ πατέρας. Θετή μητέρα. Θετοί γονείς. Θετή οικογένεια. || Θετή πατρίδα, για χώρα που τη θεωρεί κάποιος πατρίδα του, ενώ δεν κατάγεται από αυτή. β. που υιοθετήθηκε· υιοθετημένος· (πρβ. ψυχογιός, ψυχοκόρη, ψυχοπαίδι): ~ γιος. Θετή κόρη. Θετό παιδί.

[λόγ. < αρχ. θετός]

παρακόρη η [parakóri] Ο30 : (παρωχ.) 1. κορίτσι που βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, συνήθ. από γνωστή ή συγγενή οικογένεια. 2. θετή κόρη, ψυχοκόρη.

[παρα- 1 κόρη]

ψυχογιός ο [psixojós] Ο17 : (οικ.) θετός (με ανεπίσημη ή επίσημη υιοθεσία) γιος κάποιου· (πρβ. ψυχοκόρη, ψυχοπαίδα, ψυχοπαίδι): Tον πήρε ψυχογιό, να του μάθει την τέχνη, να του αφήσει και το μαγαζί σαν θα πέθαινε.

[ψυ χο- 1 + γιος]

ψυχοκόρη η [psixokóri] Ο30α : (οικ.) η θετή (με ανεπίσημη ή επίσημη υιο θεσία) κόρη κάποιου· (πρβ. ψυχοπαίδα, ψυχοπαίδι, ψυχογιός): Tην αγαπούσαν την ~ τους σαν να ΄τανε δικό τους παιδί.

[ψυχο- 1 + κόρη]

ψυχοπαίδα η [psixopéδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ψυχοκόρη ή, κατ΄ ευφημισμό, η υπηρέτρια που ζει μαζί με μια οικογένεια: Δεν άντεχαν τη φτώχεια κι έστειλαν το κορίτσι στην Aθήνα, ~ σ΄ ένα πλούσιο σπίτι.

[ψυχοπαίδ(ι) -α]

ψυχοπαίδι το [psixopéδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία· (πρβ. ψυχογιός, ψυχοκόρη): Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ~, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους.

[ψυχο- 1 + παιδ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες