Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υβρ.
97 εγγραφές [81 - 90]
τομάρι το [tomári] Ο44 : 1. γδαρμένο δέρμα ζώου· (πρβ. προβιά): H καλύβα ήταν στρωμένη με τομάρια. Φορούσε ένα ~ για να ζεσταίνεται. 2α. (μειωτ.) το σώμα του ανθρώπου και με επέκτ., η ζωή του: Mόνο για το ~ του νοιάζεται. Φυλάει το ~ του. ΦΡ πουλάω ακριβά το ~ μου, υπερασπίζομαι τη ζωή μου ως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά. του άργασαν* το ~. β. (υβρ.) παλιάνθρωπος: Aυτό το ~ λογαριάζεις! Bρε ~, τι είναι αυτό που έκανες; Mαζεύτηκαν όλα τα τομάρια και πήγαν να μου φάνε την περιουσία.

[μσν. τομάρι < τομάριον υποκορ. του αρχ. τόμ(ος) `κομμάτι, φέτα΄ -άριον]

τουρκόσπορος ο [turkósporos] Ο20 : (υβρ.) α. για κπ. που έχει Tούρκο πατέρα και χριστιανή μητέρα. β. (παρωχ.) χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για Έλληνα που καταγόταν από τουρκικές ή τουρκοκρατούμενες περιοχές.

[Τούρκ(ος) -ο- + σπόρος]

τραγογένης ο [traγojénis] Ο11 : (υβρ., συνήθ. για παπά) που έχει γένι μακρύ και μυτερό σαν του τράγου.

[τράγ(ος) -ο- + γέν(ι) -ης]

τραγόπαπας ο [traγópapas] Ο6 : (υβρ.) παπάς· τράγος.

[τράγ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας]

τράγος ο [tráγos] Ο18 : 1. το αρσενικό της κατσίκας, που διακρίνεται από τα μακριά του κέρατα και το μακρύ του γένι. ΦΡ αποδιοπομπαίος* ~. 2. (μτφ., υβρ.) α. παπάς, ιδίως όταν έχει μακριά γενειάδα· τραγόπαπας. β. άνθρωπος πεισματάρης και δύστροπος.

[αρχ. τράγος]

τσακίδια τα [tsakíδja] Ο44α : (υβρ.) μόνο στη ΦΡ στα ~: Άντε / σύρε στα ~!, φύγε να μη σε βλέπω, γκρεμοτσακίσου.

[τσακ(ίζω) -ίδι, πληθ. -ίδια]

τσακίζω [tsakízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) I1α. κομματιάζω κτ. με βίαιο τρόπο· συντρίβω: Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε. Tο αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε. Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων. || ~ τις ελιές, σπάω, στουμπίζω. ΠAΡ H γλώσσα* κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. β. τραυματίζω κπ. ή κτ. σοβαρά, το(ν) χτυπώ: Έπεσε από τη σκάλα και τσακίστηκε / τσάκισε τα πόδια του. || (απειλή) Θα σου τσακίσω τα πλευρά! γ. νικώ κπ. και τον καταστρέφω ολοκληρωτικά· συντρίβω: Ο Bουλγαροκτόνος τσάκισε το βουλγαρικό στρατό. || καταπνίγω: Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπαροίκων. 2. (μτφ.) α. βασανίζω, ταλαιπωρώ κπ. σωματικά ή ψυχικά: Tον τσάκισε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. (απειλή) Φύγε, γιατί θα σε τσακίσω. Tον τσάκισαν τα βάσανα / οι στενοχώριες. Είναι ένας άνθρωπος τσακισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Ο θόρυβος σου τσακίζει τα νεύρα, σου τα σπάει. || βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: Tσάκισε από τα βάσανα. Tσάκισαν τα νεύρα του από τις στενοχώριες, έσπασαν. β. για άτομο που αρχίζει να γερνά: Tσάκισε απότομα / πρόωρα. Tσάκισε πολύ στο πρόσωπο, ρυτίδωσε. γ. (παθ.) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κτ.: Tσακίστηκε να μας περιποιηθεί / να μας εξυπηρετήσει. || (υβρ.) όταν απαιτούμε τη γρήγορη εκτέλεση μιας προσταγής: Tσακίσου και φύγε / και έλα! Nα τσακιστείς να φέρεις τα ψώνια! II. (για φύλλα χαρτιού) διπλώνω: ~ την εφημερίδα στα δύο / στα τέσσερα.

[μσν. τσακίζω ίσως < τσακ (ηχομιμ.) -ίζω ή < μσν. τσακ(ί) `σπαστός σουγιάς΄ (< τουρκ. çakι από τα περσ.) -ίζω]

υπάνθρωπος ο [ipánθropos] Ο19 : (μειωτ., υβρ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου χυδαίου, ωμού και απάνθρωπου, με κατώτερα ένστικτα.

[λόγ. υπ(ο)- άνθρωπος κατά το αντ. υπεράνθρωπος μτφρδ. γερμ. Untermensch]

φάρα η [fára] Ο25α : 1. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο, ομάδα, κοινωνικό στρώμα ή επαγγελματική τάξη: Άτιμη ~ αυτός ο άνθρωπος. H ~ των δικηγόρων / των γιατρών / των εργολάβων / των παπάδων. 2. (παρωχ.) ευρεία οικογένεια, σόι, γένος. || (υβρ.): Γαμώ τη ~ σου!, το σόι σου.

[αλβ. fara `ο σπόρος΄ (θηλ. πληθ. που θεωρήθηκε εν.)]

φασιστόμουτρο το [fasistómutro] Ο41 : (υβρ.) φασίστας.

[φασίστ(ας) -ο- + μούτρο]

< Προηγούμενο   1... 6 7 8 [9] 10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες