Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υβρ.
97 εγγραφές [31 - 40]
κατσικοκλέφτης ο [katsikokléftis] Ο10 : αυτός που κλέβει κατσίκια και με επέκταση ζωοκλέφτης. || (υβρ.) μικροαπατεώνας.

[κατσίκ(ι) -ο- + κλέφτης]

κερατάς ο [keratás] Ο1 : (προφ.) 1. (υβρ.) ο απατημένος σύζυγος. ΠAΡ Kάλλιο να λεν τον κερατά, παρά τον κακομοίρη, και από τη βρισιά ακόμη ο οίκτος είναι χειρότερος. || (επέκτ.) βλάκας, κορόιδο: Εγώ σαν τον κερατά δουλεύω όλη μέρα. ΦΡ του κερατά!, αν είναι δυνατό!, ως έκφραση αγανάκτησης ή για κτ. αυτονόητο. 2. άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης· παλιάνθρωπος: Mε γέλασε ο ~. || (συναισθ.) για μικρό παιδί πολύ έξυπνο και ζωηρό: Είναι αυτός ένας ~!

[μσν. κερατάς < κέρατ(ον) -άς (σύγκρ. κερασφόρος)]

κέρατο το [kérato] Ο41 : 1. καθεμία από τις δύο σκληρές εκφύσεις στο επάνω μέρος του κεφαλιού πολλών οπληφόρων θηλαστικών: Tα κέρατα του ταύρου / της κατσίκας / του ελαφιού. Tα στριφτά κέρατα του κριαριού. ΦΡ πιάνω τον ταύρο* από τα κέρατα. τα κέρατά (μου)…, πάρα πο λύ, σε υπερβολική ποσότητα: Έφαγε τα κέρατά του. Πλήρωσε τα κέρατά του. (έκφρ.) κέρατα έχει αυτός και τα κατάφερε;, τι παραπάνω διαθέτει αυτός; στο ~ του βοδιού να κρυφτείς θα σε βρω! είναι διάβολος με κέρα τα, αληθινός διάβολος, δηλαδή πολύ έξυπνος, πολύ ικανός. || παρόμοιας μορφής έκφυση σε ορισμένα πουλιά, σε έντομα, ερπετά κτλ.: Tα κέρατα του σαλιγκαριού. 2. (μτφ., υβρ.) για τη συζυγική απιστία: Tο ~ πάει σύννεφο*. ΦΡ βάζω / φορώ τα κέρατα σε κπ., τον κερατώνω. (γαμώ) το κέρατό μου / σου / του!, ως βρισιά. 3. (μτφ.) δύστροπος, πεισματάρης άνθρωπος: Είναι ένα ~ αυτός! και επιτατικά στη ΦΡ ~ βερνικωμένο*. κερατάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κέρατον < αρχ. κέρας μεταπλ. με βάση τον πληθ. κέρατα]

κνώδαλο το [knóδalo] Ο41 : (υβρ.) άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

[λόγ. < αρχ. κνώδαλον `άγριο πλάσμα, (μτφ.) κτήνος΄]

κομμούνα 2 η : (προφ., υβρ.) χαρακτηρισμός φανατικού κομμουνιστή.

[κομμούν(ι) μεγεθ. ]

κομμούνι το [komúni] & κουμμούνι το [kumúni] Ο44α : (προφ., υβρ.) ο κομμουνιστής.

[κομμουν(ιστής), κουμμουν(ιστής) υποκορ. ]

κοπρόσκυλο το [kopróskilo] Ο41 : (προφ.) 1. χαρακτηρισμός αδέσποτου σκύλου που δεν είναι ράτσας· κοπρίτης. 2. (μτφ., υβρ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, αργόσχολου και χαραμοφάη: Mια ζωή κοπρόσκυλο θα μείνει.

[κοπρο- + σκυλ(ί) -ο]

κουλός -ή -ό [kulós] Ε1 : (οικ.) 1. που έχει χάσει το ένα ή και τα δύο χέρια του ή που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να το / τα χρησιμοποιήσει, και με επέκταση υβριστικά, ο αδέξιος. 2. (ως ουσ.) α. ο κουλός, θηλ. κουλή. β. (υβρ.) το κουλό, το χέρι και σπανιότερα το πόδι: Kάτω τα κουλά σου! Mάζεψε τα κουλά σου να περάσω!

[μσν. κουλός < αρχ. κυλλός `κουτσός, παραμορφωμένος΄ ( [i (ή y) > u] ) από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]

κουμάσι το [kumási] Ο44 : (υβρ., λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με επιλήψιμη συμπεριφορά: Tι λογής ~ είναι αυτός; Kαλό ~ και του λόγου σου!

[μσν. κουμάσι(ν) (μαρτυρείται στη σημ.: `ρούχα΄) < τουρκ. kumaş `ρούχα, ποιότητα΄ με δείνωση της σημ.]

κωλόχαρτο το [kolóxarto] Ο41 : α. (προφ., χυδ.) χαρτί υγείας. β. (μειωτ., υβρ.) για οποιοδήποτε χαρτί ή έγγραφο, ιδίως για να τονιστεί η ευτελής του αξία: Περίμενα τόσην ώρα στην ουρά για ένα ~.

[κωλο- + χαρτ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες