Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υβρ.
97 items total [51 - 60]
μουνί το [muní] Ο43 : (χυδ.) 1. το αιδοίο. ΦΡ ~ (καπέλο): α. για ακαταστασία, ζημιά ή αναστάτωση: Mετά το πάρτι το σπίτι ήταν ~ (καπέλο). β. για άσχημη εξέλιξη. γ. για φασαρία: Πάλι ~ καπέλο έγιναν με τον άντρα της. έλα ~ στον τόπο σου, για να δηλώσουμε τη μεγάλη μας έκπληξη. το ~ σέρνει καράβι, για να τονιστεί η έντονη επιρροή που ασκούν κάποτε οι γυναίκες στους άντρες. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται και το ~ χτενίζεται, για κπ. που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, αδιαφορώντας για τα σημαντικά. 2. (μτφ.) για πολύ όμορφη και ελκυστική κοπέλα. 3. (μτφ., υβρ.) για άτιμο ή πρόστυχο άνθρωπο: Πήγε να με κλέψει το ~. μουνάκι το YΠΟKΟΡ. μουνίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. μουνάρα η MΕΓΕΘ στις σημ. 1, 2. μούναρος ο MΕΓΕΘ στις σημ. 1, 2.

[αρχ. εὐνή `κρεβάτι, κρεβάτι του γάμου΄ ελνστ. υποκορ. *εὐνίον > μσν. *βνίον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνίον (για την τροπή [vn > mn] σύγκρ. ευνούχος > μουνούχος, ελαύνω > λάμνω) > *μουνίον (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ., σύγκρ. *μνούχος > μουνούχος) > μσν. μουνίν ή < αρχ. μνοῦς `μαλακό πούπουλο, χνουδάκι΄ ελνστ. υποκορ. *μνίον > μσν. *μουνίον (όπως στην προηγ. υπόθεση) > μσν. μουνίν (πρβ. όμως και βεν. mona, ίδ. σημ.)· μουν(ί) -ίτσα· μουν(ί) μεγεθ. -άρα· μουν(ί) μεγεθ. -αρος]

μουνόπανο το [munópano] Ο41 : (χυδ.) 1. η σερβιέτα. 2. (μτφ., υβρ.) για άτιμο ή πρόστυχο άνθρωπο.

[μουν(ί) -ο- + παν(ί) -ο]

μούργος ο [múrγos] Ο18 : 1. μεγαλόσωμο τσοπανόσκυλο συνήθ. με σκού ρο τρίχωμα. 2. (υβρ.) για άνθρωπο άσχημο, άξεστο ή δύστροπο.

[μσν. μούργος `καστανοκόκκινος΄ (για άλογα ή μουλάρια) < μούργ(α) -ός με μετακ. τόνου κατά τα άσπρος, μαύρος]

μπασκίνας ο [baskínas] Ο3 : (υβρ.) ο αστυνομικός· μπάτσος.

[μπασκίν(ι) -ας < τουρκ. baskιn `ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας΄ ]

μπαστάρδικος -η -ο [bastárδikos] Ε5 : 1. (υβρ. για πρόσ.) νόθος. || (ως ουσ.) το μπαστάρδικο, το νόθο παιδί. 2. (σπάν., για πργ.) μπασταρδεμένος.

[μσν. *μπαστάρδικος (πρβ. μσν. μπαστάρδικον) < μπάσταρδ(ος) -ικος]

μπάσταρδος -η -ο [bástarδos] Ε5 : 1. (και ως ουσ.). α. (υβρ., για πρόσ.) που είναι νόθος: Δε δίνουν σημασία στο μπάσταρδο. β. (ως αρνητικός χαρακτηρισμός): Aργεί να έρθει ο ~. γ. (σπανιότ. για θαυμασμό ή έκπληξη): Δες τον μπάσταρδο πώς τα κατάφερε! 2. (σπάν.) μπασταρδεμένος. μπασταρδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *μπάσταρδος (πρβ. μσν. πάσταρδος) < μπαστάρδος (μετακ. τόνου;) < ιταλ. bastardo ]

μπάτσος 2 ο : (υβρ.) αστυνομικός· μπασκίνας.

[< μπάτσος 1 από χαρακτηριστική πράξη των χωροφυλάκων ή τουρκ. baç `φόρος, εκβιασμός΄ -ος]

μωρή [morí] επιφ. : (υβρ.) χρησιμοποιείται όταν απευθύνεται κανείς προσβλητικά σε γυναικείο πρόσωπο, για να εκφράσει οργή: Έλα εδώ ~! Φύγε από εδώ ~ παλιογυναίκα!

[μσν. μωρή, θηλ. του αρχ. επιθ. μωρός]

ξεφτιλίζω [kseftilízo] -ομαι & ξεφτελίζω [kseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(οικ., για πργ.) εξευτελίζω. || (για την αγοραστική αξία): Ξεφτιλίστηκε το νόμισμα. 2. (για πρόσ.) προσβάλλω σε μεγάλο βαθμό την υπόληψη κάποιου: Tον ξεφτέλισε μπροστά σε κόσμο. || (υβρ.) για πρόσωπο, τιποτένιος: Ξεφτιλισμένος άνθρωπος. Σκάσε, ρε ξεφτιλισμένε! || (μειωτ.) για πράγμα: A το ξεφτιλισμένο, χάλασε!

[< ξεφιτιλίζω (συγκ. του άτ. [i] ) `βγάζω το φιτί λι απ΄ το λυχνάρι΄ < ξε- φιτίλ(ι) -ίζω· συμφυρ. εξευτελίζω & ξεφτιλίζω]

ξόανο το [ksóano] Ο41 : 1.ξύλινο λατρευτικό άγαλμα. 2. (μτφ., υβρ.) α. για άνθρωπο ανόητο, χαζό: Kαθόταν σε μια γωνιά σαν ~. Πώς μιλάς έτσι, βρε ~! β. για άνθρωπο άσχημο.

[λόγ. < αρχ. ξόανον]

< Previous   1... 4 5 [6] 7 8 ...10   Next >
Go to page:Go