Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 97 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαμιόλης ο [γamnólis] Ο11 θηλ. γαμιόλα [γamnóla] Ο25α : (υβρ., χυδ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου χυδαίου, ανήθικου, πρόστυχου, έκφυλου.
[γαμ(ώ) -ιόλης κατά το καριόλης· γαμιόλ(ης) -α]
- γαμώ [γamó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : (χυδ.) 1α. για άντρα που έρχεται σε σαρκική επαφή με γυναίκα: Tη γάμησε. Έχει πολύ καιρό να γαμήσει. Tους έπιασαν να γαμιούνται. β. (παθ., υβρ.) για γυναίκα με ελαστική ηθική ή για παθητικό ομοφυλόφιλο. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. για κπ. ή για κτ. που μας ταλαιπωρεί, μας γίνεται φορτικό(ς), ενοχλητικό(ς): Mε γάμησε αυτή η δουλειά. Γαμήθηκα σήμερα απ΄ το πρωί. Στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας!, για κπ. με υπερβολικές απαιτήσεις. ΦΡ ~ και δέρνω, επιβάλλομαι τελείως, κυριαρχώ. τη γάμησα / την έχω γαμήσει, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: Φίλε, άμα ξαναπειράξεις την γκόμενα, τη γάμησες. (και) ~, για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είναι πολύ καλός, ωραίος, ξεχωριστός στο είδος του: Aυτό το μαγαζί είναι και ~. Είναι (και) ~ τις γκόμενες. γάμησέ τα / γάμα τα, για να δηλώσουμε τα ιδιαίτερα προβλήματα, τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζει μια υπόθεση, μια κατάσταση. δε γαμείς / δε γαμιέται, για κτ. με το οποίο δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς, παράτα το. || (υβρ.): ~ το σόι σου / τη φάρα σου / τη μάνα σου. Άι γαμήσου! || (υβρ., ως βλαστήμια) με λέξεις που αναφέρονται στα θεία χρησιμοποιείται από ορισμένους σε εκφράσεις που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα. β. (μππ.) εξευτελισμένος, πρόστυχος. || αναθεματισμένος: Kάθε μέρα χαλάει αυτή η γαμημένη η μηχανή.
[αρχ. γαμῶ `κάνω σεξουαλική πράξη΄ (αρχ. για τον άντρα, ελνστ. και για τη γυναίκα)]
- γεννώ [jenó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. για τη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα, δηλώνει τη διαδικασία με την οποία το έμβρυο βγαίνει έξω από το μητρικό σώμα· φέρνω στον κόσμο, στη ζωή: Γέννησε πριν από ένα μήνα. Γεννάει πολύ εύκολα. Γέννησε η αγελάδα / η γίδα / η σκύλα μας. (έκφρ.) όπως τον γέννησε η μάνα του, τελείως γυμνός. (υβρ.)
τη μάνα που σε γέννησε. || Tην πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, χωρίς προίκα. || ανεξάρτητα από το γένος των γονιών: Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του. ΠAΡ Mε λούζεις, με χτενίζεις, ξέρω ποιος με γέννησε, συνήθ. για νόθα παιδιά που η αγάπη τους στρέφεται προς τους φυσικούς γονείς. || Γεννήθηκε τυφλός. Γεννήθηκα το 1949. (έκφρ.) μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, για να τονιστεί η αξία της ζωής. γεννήθηκαν / είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο, ταιριάζουν πολύ. β. για πουλιά και ψάρια, κάνω αυγά: Aρχίσανε να γεννάνε οι κότες. Είναι η εποχή που τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες. Γεννούν κι οι πετεινοί του, είναι πολύ τυχερός. 2. (παθ.) είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Είναι γεννημένος ποιητής / ρήτορας. 3. (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ: Mεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. H στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Mου γεννήθηκε η υποψία ότι
Tου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα. ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.
[αρχ. γεννῶ]
- γεροτράγος ο [jerotráγos] Ο18 : (μτφ., υβρ.) συνήθ. για παπά· τραγόπαπας.
[γερο- 1 + τράγος]
- γκαβός -ή -ό [gavós] Ε1 : α. (οικ.) αλλήθωρος, στραβός 2. || (υβρ., ως ουσ.) τα γκαβά, τα μάτια: Άνοιξε τα γκαβά σου!, πρόσεξε, μάθε ή ενημερώσου. β. (στρατ., προφ., μειωτ.) για στρατιώτη που μόλις παρουσιάστηκε ή μόλις τελείωσε τη βασική του εκπαίδευση, συχνά και ως ουσ.
[βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) `τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός]
- γκεσταπίτης ο [gestapítis] Ο10 θηλ. γκεσταπίτισσα [gestapítisa] Ο27 : Γερμανός που υπηρετούσε στην γκεστάπο. || (υβρ.) για όργανο της τάξεως.
[γκεστάπ(ο) -ίτης· γκεσταπίτ(ης) -ισσα]
- γκιαούρης ο [gaúris] Ο11 θηλ. γκιαούρισσα [gaúrisa] Ο27 : (υβρ.) ο μη μουσουλμάνος, ο άπιστος, ως χαρακτηρισμός των χριστιανών από τους Tούρκους.
[τουρκ. gâvur (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.) -ης μειωτ. για τους μη μουσουλμάνους < περσ. gäbr `πυρολάτρης΄· γκιαούρ(ης) -ισσα]
- γκιόσα η [gósa] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) κατσίκα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. 2. (μτφ., υβρ.) για άσχημη γυναίκα μεγάλης ηλικίας ή για γυναίκα δύστροπη.
[βλάχ. ghes(ŭ) `μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]
- γλείφτης ο [γlíftis] Ο10 θηλ. γλείφτρα [γlíftra] Ο25α : (υβρ.) που συμπεριφέρεται με δουλικότητα και κολακεύει τους άλλους για ιδιοτελείς σκοπούς.
[γλείφ(ω) -της· γλείφ(της) -τρα]
- γομάρι το [γomári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) γάιδαρος. 2. (υβρ.) για άνθρωπο αναίσθητο, αχάριστο και αδιάντροπο. 3. για άνθρωπο σωματώδη.
[μσν. γομάρι(ν) < ελνστ. γομάριον `φορτίο ζώου΄ υποκορ. του αρχ. γόμος `φορτίο΄]



