Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκ.
905 εγγραφές [881 - 890]
χαρμάνης ο [xarmánis] Ο11 : (λαϊκ.) αυτός που επιθυμεί πολύ κτ., κυρίως ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ. (που του λείπει): Είμαι ~ για τσιγάρο.

[τουρκ. harman `χαρμάνιασμα από έλλειψη ναρκωτικών΄ -ης]

χαρμάνι το [xarmáni] Ο44 : I1α.μείγμα από διάφορες ποικιλίες ή ποιότητες καπνού για τσιγάρα: Tσιγάρα με βαρύ ~. || (επέκτ.): ~ από καφέδες / από τσάγια. β. μείγμα ασβέστη, τσιμέντου, άμμου και νερού για την παρασκευή κονιάματος ή σκυροκονιάματος. 2. (μτφ., οικ.) ανακάτωμα, συνονθύλευμα: ~ από θεωρίες. II. ΦΡ (λαϊκ.) είμαι ~ για κτ., επιθυμώ πολύ κτ., κυρίως για ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ.: Είμαι ~ για τσιγάρο.

[τουρκ. harman (στη σημ. I1α)]

χαρούπι το [xarúpi] Ο44 : μακρόστενος, καστανόμαυρος ξυλώδης καρπός, που η σάρκα του είναι μια πυκνή αλευρώδης μάζα με γλυκιά γεύση· ξυλοκέρατο.

[τουρκ. harup (από τα αραβ.) ]

χαρτζιλίκι το [xardzilíki] Ο44 : μικρό χρηματικό ποσό για τα καθημερινά ατομικά έξοδα: Bοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το ~ του. Kερδίζει τόσο λίγα, ούτε για ~ δεν του φτάνουν. Kάθε εβδομάδα παίρνει γερό ~.

[τουρκ. harçlιk (από τα αραβ.) με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

χασάπης ο [xasápis] Ο11 : (οικ.) 1. κρεοπώλης. 2. (μτφ.) α. κοινός εγκληματίας ή εγκληματίας πολέμου που σκότωσε πολλούς ανθρώπους ή έγινε αιτία να σκοτωθούν. β. (ειρ.) αδέξιος χειρούργος. || ΦΡ χασάπη, γράμματα!, σε προβολή λαϊκού κινηματογράφου, όταν δε φαίνονται οι υπότιτλοι ή δεν ακούγονται τα λόγια.

[τουρκ. (διαλεκτ.) hasap < kasap -ης]

χασές ο [xasés] Ο13 : άσπρο, βαμβακερό ύφασμα, μέτριας ποιότητας και από αρκετά χοντρό νήμα: Σεντόνια / μαξιλαροθήκες από χασέ. ΦΡ σκίζω κπ. σαν χασέ, τον εξοντώνω με ευκολία.

[τουρκ. (διαλεκτ.) hase < hasa (από τα αραβ.)]

χάσικος -η -ο [xásikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) καθαρός, εκλεκτός: Xάσικο ψωμί, άσπρο.

[τουρκ. has -ικος]

χασίς το [xasís] Ο (άκλ.) & (οικ.) χασίσι το [xasísi] Ο44 : α.ναρκωτικό που βγαίνει από τα άνθη του φυτού ινδική κάνναβη και που το καπνίζουν, το μασούν ή το εισπνέουν: ~ σε φούντα. β. το φυτό ινδική κάνναβη: Tον συνέλαβε η αστυνομία γιατί καλλιεργούσε ~.

[τουρκ. haşiş (από τα αραβ.) & ]

χασισοπότης ο [xasisopótis] Ο10 : αυτός που καπνίζει συστηματικά χασίς· χασικλής.

[λόγ. χασίσ(ι) -ο- + πότης μτφρδ. τουρκ. haşiş içmek `πίνω (= καπνίζω) χασίσι΄]

χατζής ο [xadzís] Ο8 θηλ. χατζίνα [xadzína] Ο26 : τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους Άγιους Tόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο συνθετικό, π.χ. Xατζηγιάννης· προσκυνητής.

[τουρκ. hacι `(μωαμεθανός) προσκυνητής της Μέκκας΄ (< αραβ. hac)· χατζ(ής) -ίνα]

< Προηγούμενο   1... 87 88 [89] 90 91   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες