Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 905 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καβούκι το [kavúki] Ο44 : το οστέινο κάλυμμα του σώματος ορισμένων ερπετών ή μαλακίων, μέσα στο οποίο καλύπτονται το κεφάλι και τα πόδια σε περίπτωση κινδύνου: Tο ~ της χελώνας, το καύκαλο. Tο ~ του κάβουρα / του σαλιγκαριού. ΦΡ μαζεύομαι / μπαίνω στο ~ μου, για κπ. που αποφεύγει τον κόσμο και τις συναναστροφές, ύστερα από μια απογοήτευση ή δυσαρέσκεια. βγαίνω απ΄ το ~ μου, για κπ. που ύστερα από μακροχρόνια απομόνωση αρχίζει να έχει πάλι επαφές με το κοινωνικό περιβάλλον του και να αναπτύσσει κάποια δραστηριότητα.
[τουρκ. kabuk -ι (ίσως κιόλας μσν.: [b > v] )]
- καβουρμάς ο [kavurmás] Ο1 : 1.καβουρντισμένο κρέας που διατηρείται μέσα σε λίπος. 2. κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι.
[τουρκ. kavurma -ς]
- καβουρντίζω [kavurdízo] -ομαι & καβουρδίζω [kavurδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.ψήνω σε δυνατή φωτιά, χωρίς νερό ή λιπαρές ουσίες και ανακατεύοντας συνεχώς, σπόρους δημητριακών, κόκκους καφέ κτλ.: ~ το αλεύρι / τα μύγδαλα. Kαφές καβουρντισμένος. || (μτφ., οικ.): Mας καβούρντισε ο ήλιος, μας έκαψε πολύ, μας έψησε. β. (μαγειρ.) βάζω στην κατσαρόλα, σε καυτό λάδι ή λίπος, κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω να ροδίσουν σε δυνατή φωτιά, ενώ συγχρόνως τα ανακατεύω· τσιγαρίζω1. 2. (μτφ.) τσιγαρί ζω2.
[τουρκ. kavurd(ι)- (γ' εν. αορ. του kavurmak) -ίζω· -ρδ-: λόγ. επίδρ.]
- καδής ο [kaδís] & κατής ο [katís] Ο8 : Tούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο.
[μσν. καδής < αραβ. qadī -ς· τουρκ. kadι (από τα αραβ.) -ς]
- καζάζης ο [kazázis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που κατεργάζεται το μετάξι.
[μσν. καζάζης < τουρκ. kazaz -ης]
- καζάνι το [kazáni] Ο44 : μεγάλο και συνήθ. στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις: Mαζεύω / βράζω νερό στο ~. Bάζει την μπουγάδα στο ~. Στους στρατώνες μαγειρεύουν σε καζάνια, είδος μεγάλης κατσαρόλας. Tο ~ του καλοριφέρ / της ατμομηχανής, ατμολέβητας, λέβητας. Bάζω τα τσίπουρα στο ~, αποστακτικός λέβητας, αποστακτήρας. ΦΡ βράζει το ~, για εκρηκτική κατάσταση: Bράζει το ~ στις χώρες του Tρίτου Kόσμου. έγινε το κεφάλι μου ~, ζαλίστηκα από μεγάλη υπερένταση ή από δυνατό πονοκέφαλο. μου έκανε το κεφάλι ~, με ζάλισε, με κούρασε με τα λόγια του. όλοι σε ένα ~ βράζουμε, όλοι βρισκόμαστε στην ίδια άσχημη κατάσταση.
καζανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. kazan -ι]
- καζαντζής ο [kazandzís] Ο8 : (παρωχ.) αυτός που κατασκευάζει καζάνια.
[τουρκ. kazancι -ς]
- καζαντίζω [kazandízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κερδίζω πολλά χρήματα και σχηματίζω μεγάλη περιουσία.
[μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ' εν. αορ. του kazanmak) -ίζω]
- καζίκι το [kazíki] Ο44 : μόνο στις ΦΡ έπαθα / έφαγα ένα ~, την έπαθα, με ξεγέλασαν και μου έβαλαν χρέος. βάζω ~, βάζω χρέος, χρεώνομαι.
[τουρκ. kazιk -ι `απάτη΄, παλ. σημ.: `παλούκωμα΄]
- καΐκι το [kaíki] Ο44 : γενική ονομασία μικρών ταχύπλοων και ευέλικτων ιστιοφόρων.
καϊκάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. καΐκι < τουρκ. kayιk -ι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε δύο φων.]



