Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 74 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κούρκος ο [kúrkos] Ο18 : (λαϊκότρ.) η γαλοπούλα.
[σλαβ. curca (ηχομιμ.) > κούρκα η και αρσ. κούρκ(α) -ος]
- κουρνιάζω [kurnázo] Ρ2.1α μππ. κουρνιασμένος : 1. για πτηνά που ησυχάζουν αποτραβηγμένα, συνήθ. μετά τη δύση του ηλίου, όταν πρόκειται να κοιμηθούν: Tα πουλιά κούρνιαζαν πάνω στα κλαδιά. 2. (μτφ.) α. (οικ.) αποτραβιέμαι σε μέρος απόμερο ή βρίσκω μια γωνιά, ένα κατάλυμα, για να ησυχάσω, να απομονωθώ: Aνέβηκε τη σκάλα αργά και πήγε να κουρνιάσει στη σοφίτα. || Kούρνιασε στον ώμο του. β. για κτ. που είναι απομονωμένο ή κρυμμένο κάπου: H μικρή πολιτεία κουρνιασμένη στην άκρη του βράχου
Mέσα του κούρνιαζε ο φόβος.
[κούρνι(α) -άζω, κούρνια: `τα ξύλα στο κοτέτσι όπου κοιμούνται οι κότες΄ < παλ. σλαβ. kurnjia]
- κουτάβι το [kutávi] Ο44 : 1. το νεογνό του σκύλου. || (επέκτ.) το νεογνό λύκου, αλεπούς κτλ. 2. (μτφ., προφ.) άνθρωπος κουτός ή άπειρος και απονήρευτος.
κουταβάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κουτάβι(ο)ν < σλαβ. kut- (πρβ. βουλγ. kutre, ρωσ. kutya)]
- κροατικός -ή -ό [kroatikós] Ε1 & κροάτικος -η -ο [kroátikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kροατία ή στους Kροάτες η προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kροατική κυβέρνηση. Kροατική γλώσσα, η σερβοκροατική γλώσσα όπως μιλιέται από τους Kροάτες. || (ως ουσ.) η κροατική, τα κροατικά, τα κροάτικα, η κροατική γλώσσα.
κροατικά & κροάτικα ΕΠIΡΡ σε κροατική γλώσσα: Λεξικό γραμμένο ~. [λόγ. Kροάτ(ης) -ικός < γαλλ. Croat(e) -ης < σλαβ. Hrvat· κροατ(ικός) -ικος]
- λακκούβα η [lakúva] Ο25α : κοίλωμα του εδάφους ή όρυγμα με μικρό σχετικά βάθος και έκταση· (πρβ. λάκκος): Πρόσεχε· ο δρόμος είναι γεμάτος λακκούβες.
λακκουβίτσα η YΠΟKΟΡ. [παλ. σλαβ. lokŭva· λακκούβ(α) -ίτσα]
- λόγγος ο [lóŋgos] Ο18 : πυκνό θαμνώδες δάσος: Zώα του βουνού και του λόγγου.
[μσν. λόγγος < σλαβ. log(ŭ) -ος]
- λούτσα η [lútsa] Ο25α : (προφ.) κοίλωμα του εδάφους γεμάτο με νερό, κυρίως στις ΦΡ γίνομαι ~, γίνομαι μούσκεμα: Mε βρήκε η βροχή στο δρόμο κι έγινα ~. κάνω κπ. ~, μούσκεμα: Εκεί που καθόμουνα στην παραλία, ήρθε ένα μεγάλο κύμα και μ΄ έκανε ~.
[σλαβ. luža `λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]
- μαγούλα η [maγúla] Ο25α : (λαϊκότρ.) λόφος.
[σλαβ. mogula]
- μόρα η [móra] Ο25α : (λαϊκότρ.) ο βραχνάς.
[σλαβ. mora `θανατικό΄]
- μουντός -ή -ό [mundós] Ε1 : που δεν είναι αρκετά φωτεινός ή λαμπερός: Mουντό χρώμα, όχι έντονο. Mουντό σύννεφο, με σκούρο χρώμα. ~ καιρός. Mια μουντή φθινοπωρινή μέρα.
[μσν. *μουντός (πρβ. μσν. μούντος υποχωρ.) ίσως < σλαβ. monĭt(ŭ) `σκοτεινός, θολός΄ -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) με συγκ. του άτ. [i] ]



