Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 74 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βοεβόδας ο [voevóδas] & βοϊβόδας ο [v(oi)vóδas] Ο2 θηλ. βοϊβοδίνα [v(oi)voδína] Ο26 : τίτλος που έφεραν στρατιωτικοί ή πολιτικοί διοικητές επαρχιών στις σλαβικές χώρες και στην ευρωπαϊκή Tουρκία. || (θηλ.) η σύζυγος του βοεβόδα. ΠAΡ Aς με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, για ανθρώπους που θέλουν να επιδεικνύονται κοινωνικά, χωρίς να έχουν και τις ανάλογες προϋποθέσεις.
[μσν. βοεβόδας, βοϊβόδας < σλαβ. wojevod(e), voivod(a) -ας· βοϊβόδ(ας) -ίνα]
- βολοδέρνω [voloδérno] Ρ αόρ. βολόδειρα, απαρέμφ. βολοδείρει : υποβάλλομαι σε ταλαιπωρίες, κακουχίες, βάσανα, δεινοπαθώ: Bολοδέρνει όλη μέρα για το μεροκάματο. || περιπλανιέμαι: Bολόδερνε είκοσι χρόνια στην ξενιτιά.
[σλαβ. vol `βόδι΄ + der `γδέρνω΄ (για γδάρτες βοδιών που περιφέρονταν από τόπο σε τόπο) παρετυμ. βόλ(ος) -ο- + δέρνω]
- βοσνιακός -ή -ό [vosniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bοσνία ή στους Bοσνίους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bοσνιακή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Bοσνιακά προϊόντα.
[λόγ. Bοσνί(α) -ακός < γαλλ. Bosn(ie) -ία (από τα σλαβ.) (ορθογρ. δαν.)]
- γιουγκοσλαβικός -ή -ό [jugoslavikós] Ε1 & γιουγκοσλάβικος -η -ο [jugoslávikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Γιουγκοσλαβία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς· (πρβ. σερβικός): Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Γιουγκοσλαβικά προϊόντα. Γιουγκοσλαβική οικονομία / πρωτεύουσα.
[λόγ. Γιουγκοσλαβ(ία) -ικός < σλαβ. Jugoslavija· γιουγκοσλαβ(ικός) -ικος]
- γκλάβα η [gláva] Ο25α : (ειρ.) το κεφάλι. ΦΡ δεν κόβει η ~ του / τίποτα δεν κατεβάζει η ~ του, είναι χαζός, δεν καταλαβαίνει, δεν αντιλαμβάνεται.
[σλαβ. glava]
- γκλαβανή η [glavaní] Ο29 : (λαϊκότρ.) η καταπακτή.
[σλαβ. glavan(ija) -ή]
- γουστερίτσα η [γusterítsa] & γκουστερίτσα η [gusterítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) σαύρα, ιδίως η μικρή.
[γου-: μσν. γουστερίτσα < σλαβ. gusteritsa· γκου-: αναδαν. < σλαβ. gusteritsa]
- ζαλιά η [zalá] Ο24 : (λαϊκότρ.) όσο φορτίο μπορεί να φέρει κανείς στους ώμους του· ζαλίκι: Mια ~ ξύλα.
[σλαβ.(;)]
- ζαλίκι το [zalíki] Ο44 & ζαλίκα η [zalíka] Ο25α : (λαϊκότρ.) φορτίο στους ώμους (ιδ. από ξύλα)· ζαλιά: Kουβάλησε ένα ~ ξύλα. ΦΡ παίρνω κπ. / κτ. ~, φορτώνομαι στους ώμους μου, ζαλικώνομαι.
[σλαβ.(;)]
- ζούζουλο το [zúzulo] Ο41 : α. ζωύφιο, ζουζούνι. β. (μτφ., χαϊδευτικά) μικρό παιδί, ζωηρό και άτακτο.
[σλαβ. zuzel `σκαθάρι΄ -ο, με τροπή [e > u] από επίδρ. του [l] ή προχωρ. αφομ. [u-e > u-u] ]



