Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιλοτάρω [pilotáro] -ομαι Ρ6 : 1. είμαι πιλότος, κυβερνώ ένα σκάφος (ιδ. αεροσκάφος). 2. (για πλοία) πλοηγώ.
[ιταλ. pilotar(e) -ω]
- πλοήγηση η [ploíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλοηγώ, η εργασία που εκτελεί ο πλοηγός· πιλοτάρισμα: ~ σκάφους σε πορθμό / σε λιμάνι.
[λόγ. πλοηγη- (πλοηγώ) -σις > -ση]
- πλοηγώ [ploiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. οδηγώ ένα πλοίο, ώστε να εισπλεύσει σε λιμάνι ή να εκπλεύσει από αυτό, να περάσει με ασφάλεια από άγνωστα ή επικίνδυνα σημεία και περάσματα· πιλοτάρω: Ένα μικρό σκάφος πλοήγησε το υπερωκεάνειο στο λιμάνι. 2. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο του πλοηγού.
[λόγ. πλοηγ(ός) -ώ κατά το οδηγώ]



