Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταμόσχευση
8 εγγραφές [1 - 8]
απόπειρα η [apópira] Ο27 : ενέργεια που επιχειρεί κάποιος, προσπάθεια: ~ βιασμού / ληστείας / δολοφονίας / αυτοκτονίας. ~ συμφιλίωσης / συμβιβασμού. || ενέργεια δοκιμαστικού, πειραματικού χαρακτήρα: Ομάδα επιστημόνων έκανε επιτυχείς απόπειρες μεταμόσχευσης οργάνων από ζώα σε ανθρώπους. Στην Ελλάδα τελευταία έχουν γίνει αξιόλογες σκηνοθετικές απόπειρες. || (νομ.) η αρχή εκτέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, η οποία όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως: Kαταδικάστηκε για ~ βιασμού / απάτης.

[λόγ. < αρχ. ἀπόπειρα `προσπάθεια να δοκιμαστεί κτ.΄ (ελνστ. σημ.: `πείραμα΄) σημδ. γαλλ. tentative]

δότης ο [δótis] Ο10 θηλ. δότρια [δótria] Ο27 : αυτός που δίνει, που προσφέρει κτ. ANT λήπτης. || (ειδικότ.) αυτός από τον οποίο παίρνουν κάποιο όργανο για μεταμόσχευση ή αυτός που δίνει αίμα για μετάγγιση ή σπέρμα για τεχνητή γονιμοποίηση: Πτωματικός / ζωντανός ~.

[λόγ. < ελνστ. δότης `που δίνει΄ σημδ. γαλλ. donneur & αγγλ. donor· λόγ. δό(της) -τρια]

δωρητής ο [δoritís] Ο7 θηλ. δωρήτρια [δorítria] Ο27 : αυτός που κάνει μια δωρεά: Οι δωρητές και οι ευεργέτες ενός ναού / ιδρύματος. || ~ σώματος, ιστών ή οργάνων του σώματος, αυτός που τα προσφέρει για μεταμόσχευση ή για ερευνητικούς σκοπούς, όσο ζει ή μετά το θάνατό του.

[λόγ. < ελνστ. δωρητής `ευεργέτης΄ σημδ. γαλλ. donateur· λόγ. δωρη(τής) -τρια]

λήπτης ο [líptis] Ο10 θηλ. λήπτρια [líptria] Ο27 : αυτός που παίρνει, που δέχεται κτ. ANT δότης. || (ειδικότ.) αυτός που δέχεται από κπ. άλλο κάποιο όργανο για μεταμόσχευση ή αίμα για μετάγγιση ή σπέρμα για τεχνητή γονιμοποίηση: H λήπτρια ευχαρίστησε τους συγγενείς του δότη για τη δωρεά του νεφρού.

[λόγ. < ελνστ. λήπτης· λόγ. λήπ(της) -τρια]

μεταμόσχευση η [metamósxefsi] Ο33 : 1. τοποθέτηση με ειδική εγχείρηση ενός οργάνου στο σώμα άλλου ατόμου ή ζώου γενικά ενός ιστού σε άλλη θέση, με στόχο την αντικατάσταση του αρχικού που δε λειτουργεί σωστά ή έχει καταστραφεί: ~ νεφρού / καρδιάς / ματιών / δέρματος. 2. αναπαραγωγή του φυτού με χρησιμοποίηση ενός τμήματος του βλαστού του.

[λόγ.: 2: ελνστ. μεταμόσχευ(σις) -ση· 1: σημδ. αγγλ. transplantation]

μεταμοσχεύω [metamosxévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω μεταμόσχευση.

[λόγ. < ελνστ. μεταμοσχεύω & σημδ. αγγλ. transplant]

μόσχευμα το [mósxevma] Ο49 : το τμήμα ζωικού ή φυτικού οργανισμού που χρησιμοποιείται για μεταμόσχευση: Zωικό / φυτικό ~. ~ από ζωντανό / νεκρό δότη.

[λόγ. < ελνστ. μόσχευμα (πρβ. λαϊκό μόσκεμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk], αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] )]

όργανο το [órγano] Ο40 : I. κάθε φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο που χρησιμοποιείται ως βοηθητικό στοιχείο για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: Tον τραυμάτισε με ένα αιχμηρό ~. 1. αντικείμενο, εργαλείο ειδι κό για ορισμένη εργασία ή δραστηριότητα: Όργανα φυσικής / χημείας / γεωμετρίας / γυμναστικής. Aκριβή όργανα μετρήσεως. || (γραμμ.): Δοτική του οργάνου, με την οποία δηλώνεται το μέσο με το οποίο τελείται μια πράξη· δοτική οργανική. 2. ειδικό όργανο για την παραγωγή μουσικών φθόγγων· μουσικό όργανο: Πνευστό / έγχορδο / κρουστό ~. Λαϊκά όργα να. Παίζω / ξέρω (να παίξω) ένα ~. α. (πληθ.) ορχήστρα που αποτελείται από λαϊκά όργανα: Παίζουν τα όργανα κι ο κόσμος χορεύει. ΦΡ άρχισαν τα όργανα, για να δηλώσουμε ότι αρχίζει μια διαδικασία δύσκολη, με προβλήματα ή και με διαμάχες. β. ειδικό μουσικό όργανο μεγάλων διαστάσεων που χρησιμοποιείται από τη δυτική εκκλησία. 3. καθένα από τα τμήματα του οργανισμού των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών που επιτελεί ορισμένη λειτουργία: Tο ~ της όρασης / της ακοής / της γεύσης. Aισθητήρια όργανα. Tα όργανα της αναπνοής / της πέψης. Tα γεννητικά όργανα. Tο ανδρικό / γυναικείο ~· (πρβ. πέος, αιδοίο). Tα όργανα του ανθρώπινου σώματος. Δωρητής / μεταμόσχευση ενός οργάνου. II. ό,τι ασκεί συγκεκριμένες αρμοδιότητες στα πλαίσια ενός ευρύτερου οργανωμένου συνόλου. 1α. υπηρεσία στα πλαίσια κράτους, οργανισμού κτλ.: Tα νομοθετικά όργανα ενός κράτους, η βουλή, η γερουσία. Tα όργανα ενός κόμματος. Tα όργανα του ΟHΕ. β. πρόσωπο επιφορτισμένο με ορισμένη απασχόληση ιδίως στα πλαίσια του κράτους: Tο ~ (της τάξεως), ο αστυνομικός. Tα όργανα του νόμου, οι δικαστικοί. 2α. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις ή τα συμφέροντα άλλου· (πρβ. μαριο νέ τα): Kατηγορείται ως ~ ξένης χώρας. (έκφρ.) τυφλό ~ κάποιου, για κπ. που κάνει ό,τι του υποδεικνύει κάποιος άλλος, που συμπε ριφέρεται χωρίς δική του βούληση: Ο Οιδίποδας έγινε τυφλό ~ της τύχης. β. έντυπο που εκφράζει και υποστηρίζει τις απόψεις κόμματος, οργάνωσης κτλ.: Ο Nουμάς, ~ του δημοτικιστικού κινήματος. Ο Ριζοσπάστης, επίσημο ~ του KKΕ. οργανάκι το YΠΟKΟΡ 1. ιδίως για μουσικό όργανο. 2. η λατέρνα.

[I1, 3: λόγ. < αρχ. ὄργανον· Ι2α: λόγ.(;) < αρχ. ὄργανον· I2β: λόγ. < ιταλ. organo < λατ. organum < ελνστ. ὄργανον σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.· ΙΙ: λόγ. < γαλλ. organe (στη νέα σημ.) < λατ. organum < αρχ. ὄργανον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες