Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαιευτήρας
3 εγγραφές [1 - 3]
μαιευτήρας ο [meeftíras] Ο2 : γιατρός γυναικολόγος, ειδικευμένος στη μαιευτική.

[λόγ. μαιευ(τήρ) -τήρας < αρχ. μαιεύ(τρια) `μαμή΄ -τήρ (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. accoucheur]

μαιευτήριο το [meeftírio] Ο40 : κλινική ή νοσοκομείο με εξειδίκευση στη μαιευτική: Δημόσιο / δημοτικό / ιδιωτικό ~. Γέννησε σε ένα ιδιωτικό ~ στη Θεσσαλονίκη.

[λόγ. μαιευ(τήρ δες στο μαιευτήρας) -τήριον]

μάμος ο [mámos] Ο18 : (οικ.) ο μαιευτήρας.

[μαμ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες