Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκδικητής ο [ekδikitís] Ο7 θηλ. εκδικήτρια [ekδikítria] Ο27 & (λαϊκότρ.) εκδικήτρα [ekδikítra] Ο25α : αυτός που εκδικείται, που τιμωρεί άδικη πράξη, ανταποδίδοντάς την: Είμαστε εμείς οι εκδικητές των αδελφών που σφαγιάστηκαν από άδικο μαχαίρι τυράννου. || (ως επίθ.): Λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι στην εκδικήτρα μας αντρίκεια ορμή.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδικητής· λόγ. < μσν. εκδικήτρια < εκδικη(τής) -τρια· λόγ. εκδι κη(τής) -τρα κατά το λαϊκό γδικήτρα (σύγκρ. γδικιέμαι)]
- λούφα η [lúfa] Ο25α : (λαϊκ.) I. η αποφυγή εκτέλεσης μιας διαταγής, μιας αγγαρείας και γενικότερα μιας υποχρεωτικής εργασίας που δεν είναι ευχάριστη: Όλη μέρα ~. ΦΡ ~ και παραλλαγή, κυρίως στη γλώσσα των στρατιωτών για κπ. που κρύβεται, που προσπαθεί να μείνει απαρατήρητος προκειμένου να αποφύγει μια αγγαρεία. στη ~, κρυφά, μουλωχτά, υπογείως. II. σιωπή, σιγή, που οφείλεται κυρίως σε φόβο.
[λουφ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- λουφαδόρος ο [lufaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) αυτός που από τεμπελιά ή από βαρεμάρα αποφεύγει συστηματικά να εκτελέσει μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Ο υπάλληλος που προσλάβαμε είναι μεγάλος ~.
[λούφ(α) -αδόρος]
- λουφάζω [lufázo] Ρ2.2α μππ. λουφαγμένος : (οικ.) μένω ακίνητος και σιωπηλός σε μια θέση, προσπαθώ να μη γίνω αντιληπτός, να μείνω απαρατήρητος συνήθ. από φόβο· κρύβομαι, ζαρώνω: Tου ΄βαλα τις φωνές και λούφαξε. Λούφαξαν τα ζώα του δάσους.
[μσν. λωφάζω ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < αρχ. λωφ(ῶ) `ξεκουράζομαι, χαλαρώνω΄ μεταπλ. -άζω]
- λουφάρω [lufáro] Ρ6α : (λαϊκ.) αποφεύγω (κυρ. μένοντας κρυμμένος ή απαρατήρητος) να εκτελέσω μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Στο στρατό, αν θες να περνάς καλά, πρέπει να λουφάρεις.
[λούφ(α) -άρω]
- παραλλαγή η [paralají] Ο29 : α. (συνήθ. ελαφρά) διαφοροποιημένη μορ φή, ποικιλία ενός πράγματος σε σχέση με άλλο ομοειδές, με μια αρχική μήτρα ή με ένα πρωτότυπο: Ο όνυχας είναι ~ του αχάτη. Παραλλαγές ενός (δημοτικού) τραγουδιού / ενός μύθου / ενός παραμυθιού. Mια ~ του αρχικού κειμένου / της αρχικής ιδέας. Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή ~ του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας. β. (μουσ.) η διαδοχική επανάληψη ενός μουσικού θέματος με μικρές αλλαγές που δεν αλλοιώνουν τον αρχικό χαρακτήρα του: Mουσικές παραλλαγές πάνω σ΄ ένα θέμα. γ. (βιολ.) εμφανής διαφορά μεταξύ κυττάρων, ατόμων ή ομάδων ενός είδους που οφείλεται σε γενετικά αίτια ή σε επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων. δ. (ναυτ.) η διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης του βορρά και της διεύθυνσης που δείχνει η πυξίδα. ε. (στρατ.) η αλλοίωση της (εξωτερικής) μορφής αντικειμένων, προσώπων, θέσεων ή εγκαταστάσεων με στόχο να παραπλανήσει και να δυσχεράνει τον εχθρό στον εντοπισμό τους· καμουφλάζ, καμουφλάρισμα: Στολή / φόρμα παραλλαγής, η στρατιωτική στολή που με τα χρώματά της προσφέρει το απαραίτητο καμουφλάζ. ΦΡ λούφα* και ~.
[λόγ. < αρχ. παραλλαγή, ελνστ. σημ.: `ποικιλία΄ & σημδ. γαλλ. variation]
- σαλούφα η [salúfa] Ο25 : (λαϊκότρ.) μέδουσα.
[;]



