Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.581 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμίτωση η [amítosi] Ο33 : (βιολ.) πολλαπλασιασμός των κυττάρων με διάσπαση του ενός σε δύο αλλά χωρίς ίση κατανομή των στοιχείων του.
[λόγ. < νλατ. amitosis < a- = α- 1 + mitosis = μίτω(σις) -ση]
- αμμο- [amo] & αμμό- [amó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αμμ- [am], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το ουσ. άμμος ως α' συνθετικό, κυρίως σε σύνθετα ουσιαστικά: αμμαντλία, ~δοχείο, ~θεραπεία, αμμόλοφος, αμμόλουτρο, ~νήσι, αμμότοπος, αμμόχωμα. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~χάλικο, αμμόχωμα, άμμος και χαλίκι κτλ.· ~αργιλώδης, αμμώδης και αργιλώδης· (ζωολ.) σε ονόματα ζώων που ζουν αποκλειστικά ή κυρίως στην άμμο: ~κάβουρας, ~πέρδικα· (βοτ.) σε ονόματα φυτών που φυτρώνουν σε αμμώδες έδαφος: αμμόκρινο, αμμόφυτο, αμμόχορτο· (ιατρ.) ~λιθίαση.
[θ. του ουσ. άμμ(ος) (αρσ.) -ο- & λόγ. < ελνστ. ἀμμο- θ. του αρχ. ουσ. ἄμμο(ς) (θηλ.) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀμμο-κονία, μσν. αμμο-πλύτης `που πλένει την άμμο για συλλογή χρυσού΄ & διεθ. ammo- < ελνστ. ἀμμο-: αμμό-φιλα `φυτά που ζουν στην άμμο΄ < νλατ. ammophila]
- αμμωνία η [amonía] Ο25 : (χημ.) άχρωμο αέριο με έντονη και χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από την ένωση του αζώτου με υδρογόνο. || διάλυμα αμμωνίας σε νερό που χρησιμοποιείται συνήθ. ως πρόχειρο θεραπευτικό μέσο: Yγρή / καυστική ~.
[λόγ. αντδ. < νλατ. ammonia < ελνστ. (ἅλας) Ἀμμωνιακόν (δες στο αμμωνιακός)]
- αμμώνιο το [amónio] Ο40 : (χημ.) ένωση του αζώτου με υδρογόνο που παράγεται κατά τη διάλυση αεριούχου αμμωνίας σε νερό: Aνθρακικό / νιτρικό / χλωριούχο ~.
[λόγ. < νλατ. ammonium < ammon(ia) = αμμων(ία) -ium = -ιον]
- αμνιωτά τα [amniotá] Ο38 : κατηγορία σπονδυλωτών (θηλαστικά, ερπετά, πτηνά), των οποίων το έμβρυο περιβάλλεται από άμνιο.
[λόγ. < νλατ. amniota < amni(on) < αρχ. ἄμνι(ον) -ota = -ωτά, ουδ. πληθ. του -ωτός]
- αμοιβάδα η [amiváδa] Ο26 : 1.μονοκύτταρο πρωτόζωο της τάξης των αμοιβαδοειδών, το οποίο ζει στο νερό ή σε υγρά μέρη και μετακινείται με ψευδοπόδια. 2. (πληθ.) αρρώστια των εντέρων που προκαλείται από την είσοδο αμοιβάδων στον οργανισμό· αμοιβάδωση.
[λόγ. αντδ. αμοιβ(άς) -άδα < αγγλ. amoeba (πληθ. amoebas που θεωρήθηκε θηλ. εν.) < νλατ. amoeba < αρχ. ἀμοιβή, στη σημ.: `εναλλαγή΄]
- αμουσία η [amusía] Ο25 : 1α.η έλλειψη μουσικής παιδείας ή μουσικής ευαισθησίας. β. (ιατρ.) μερική ή ολική ανικανότητα στη διάκριση των στοιχείων του μουσικού λόγου. 2. (παρωχ.) έλλειψη ευρύτερης καλλιτεχνικής παιδείας ή ευαισθησίας.
[λόγ.: 2: αρχ. ἀμουσία· 1α: κατά τη σημ. της λ. άμουσος1· 1β: νλατ. amusia < αρχ. ἄμουσ(ος) -ia = -ία]
- άμπακας ο [ábakas] Ο5 & άμπακος ο [ábakos] Ο20 : στη ΦΡ τρώω τον άμπακα, τρώω υπερβολικά· ΣYN ΦΡ τρώω τον αγλέουρα / τον περίδρομο.
[< άμπακος `σχολική πλάκα (που είχε στρωμένη άμμο για γράψιμο)΄, κατ΄ επέκτ.: “πολύ σαν την άμμο” αντδ. < ιταλ. abbaco -ς < λατ. abacus < αρχ. ἀβακ- (ἄβαξ δες άβακας) και μεταπλ. άμπακ(ος) -ας]
- αμπούλα η [ambúla] Ο25 : γυάλινο κυλινδρικό φιαλίδιο με μυτερές απολήξεις, κλειστό από την κατασκευή του, που περιέχει συνήθ. υγρή φαρμακευτική διάλυση κατάλληλη για ενέσεις. || ~ με βιταμίνες.
[αντδ. < γαλλ. ampoul(e) -α < λατ. ampulla υποκορ. του amp(h)ora < αρχ. ἀμφορέα, αιτ. του ἀμφορεύς]
- άμπρα κατάμπρα [ámbra katámbra] (άκλ.) : λέξη καβαλιστική στην οποία κατά το Mεσαίωνα απέδιδαν μαγικές και θεραπευτικές ιδιότητες και που χρησιμοποιείται σε ταχυδακτυλουργικά ή άλλα τεχνάσματα που θεωρούνται μαγικά.
[λόγ. < ιταλ. abracadabra ( [d > t] ίσως με παρετυμ. κατα-) < λατ. abracadabra ίσως < ελνστ. Ἀβράξας `άρχοντας των 365 ημερών΄ (εξωτική θεότητα) + εβρ. dābār `λόγος΄]