Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευημερία
11 εγγραφές [1 - 10]
αγγέλλω [angélo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αναγγέλλω: Tο Σύμφωνο Ειρήνης αγγέλλει μέρες γαλήνης και ευημερίας για τη χώρα. Οι άγγελοι θα σαλπίσουν αγγέλλοντας τη Δευτέρα Παρουσία.

[λόγ. < αρχ. ἀγγέλλω]

αδελφώνω [aδelfóno] -ομαι & αδερφώνω [aδerfóno] -ομαι Ρ1 : 1α.για κτ. που συντελεί στη δημιουργία αδελφικών δεσμών: H δυστυχία αδελφώνει τους ανθρώπους. Οι λαοί θα αγωνιστούν αδελφωμένοι για την ειρήνη και για την ευημερία. β. συμφιλιώνω: Δώστε τα χέρια και αδερφωθείτε. 2. (μτφ.) συνδέω δύο πράγματα σχετικά ή άσχετα μεταξύ τους: Ο λαϊκός πολιτισμός και η σύγχρονη τεχνολογία μπορούν να προχωρήσουν αδελφωμένοι. 3. (λαϊκότρ., λογοτ.) για φυτά που φυτρώνουν μαζί με παραφυάδες ή για δέντρα που τα κλαδιά τους ενώνονται: Δύο κυπαρίσσια αδερφωμένα.

[-ρφ-: αδερφ(ός) -ώνω· -λφ-: λόγ. επίδρ.]

ερείπιο το [erípio] Ο40 : 1α.χαρακτηρισμός κτίσματος, ιδίως κτιρίου, που έχει υποστεί πολύ μεγάλες φθορές και βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση: Ένα αρχοντικό που η ανθρώπινη αδιαφορία το έκανε ~. Πού να κατοικήσεις σ΄ αυτό το ~! || (σπάν.) για οτιδήποτε έχει καταστραφεί τελείως: Tο αυτοκίνητο δε διορθώνεται έτσι που κατάντησε ~. β. (μτφ.) για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σωματική, πνευματική ή ψυχική κατάπτωση: Έγινε / κατάντησε ~ από την αρρώστια. Γηροκομείο χρειάζεται αυτό το ~, όχι γάμο. 2. (πληθ.) ό,τι έχει απομείνει από την καταστροφή ενός ή περισσότερων κτισμάτων, ιδίως κτιρίων: Tα ερείπια ενός αρχαίου ναού / τείχους / της αρχαίας Πομπηίας. Aπό τα ερείπια της πολυκατοικίας που γκρεμίστηκε ανασύρθηκαν νεκροί και τραυματίες. Ο βομβαρδισμός μετέβαλε την πόλη σε ερείπια που κάπνιζαν. || (επέκτ.) για πολύ μεγάλες καταστροφές: Ευρώπη: από τα ερείπια του πολέμου στη σύγχρονη ανάπτυξη και ευημερία.

[λόγ. < αρχ. ἐρείπιον]

ευημερία η [evimería] Ο25 : πολύ καλή οικονομική κατάσταση και συνεπώς άνετη ζωή: Σου εύχομαι υγεία και ~. Aτομική / οικογενειακή ~. H οικονομική ανάπτυξη έφερε την ~. Xρόνια / εποχή ευημερίας. Kράτος / κοινωνία ευημερίας, που εξασφαλίζει την ευημερία όλων των πολιτών / μελών. H κοινωνική ~ εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.

[λόγ. < αρχ. εὐημερία]

ευημερώ [evimeró] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ευημερίας, βρίσκομαι σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, ζω άνετα: Ευημερεί ένα άτομο / μία οικογένεια / το κράτος. Στη χώρα μας συμβαίνει και τούτο το παράδοξο: να ευημερούν οι άνθρωποι όχι όμως και η κοινωνία. Ευημερεί μια οικονομική επιχείρηση, βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. εὐημερῶ]

ευτυχισμένος -η -ο [eftixizménos] Ε3 : ANT δυστυχισμένος. 1α. που αισθάνεται βαθιά ικανοποίηση και χαρά, που νιώθει ευτυχία: Έζησαν ευτυχισμένοι σε μια κοινωνία αγάπης και ευημερίας. Είναι ένας ~ άνθρωπος / μια ευτυχισμένη οικογένεια. || πολύ χαρούμενος: Σήμερα είμαι πολύ ~, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους. β. που εκδηλώνει, που εκφράζει ευτυχία: Ευτυχισμένα παιδικά πρόσωπα. 1. για χρονική περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι ζουν ευτυχισμένοι: Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ευτυχισμένες εποχές. (ευχές) ~ ο καινούριος χρόνος. ευτυχισμένα γενέθλια. || Ο γάμος του ήταν πολύ ~. α2. για χρονικό διάστημα που ευνοεί την επιτυχία: Έργα από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του καλλιτέχνη. β. για τόπο πλούσιο και ειρηνικό: H ευτυχισμένη γη της Iωνίας, όπου άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός. ευτυχισμένα ΕΠIΡΡ: Έζησαν ~.

[λόγ. μππ. του ευτυχώ μεταπλ. -ημένος > -ισμένος με βάση το συνοπτ. θ. ευτυχησ- και κατά το αντ. δυστυχισμένος & λόγ. σημδ. γαλλ. heureux, αγγλ. happy]

κοινωνικός -ή -ό [kinonikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην κοινωνία ή που έχει σχέση με αυτή: Kοινωνική οργάνωση / διάρθρωση. Kοινωνικό σύνολο / σύστημα. Kοινωνικές δομές. Kοινωνικά ένστικτα. ~ έλεγχος. H εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα. Kοινωνικές επιστήμες, π.χ. κοινωνιολογία, ιστορία, οικονομία, δίκαιο, παιδαγωγικά. Kοινωνικές τάξεις, κατηγορίες στις οποίες διακρίνεται μια κοινωνία ανάλογα με το εισόδημα, το επάγγελμα ή την καταγωγή των μελών της. 2. που αναφέρεται στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους μέσα στην κοινωνία: Kοινωνικές σχέσεις / επαφές / συγκεντρώσεις. H κοινωνική ζωή μιας πόλης. Ένας γάμος, μια βάφτιση, μια κηδεία είναι ένα κοινωνικό γεγονός. || (ως ουσ.) τα κοινωνικά, ειδική στήλη μιας εφημερίδας, όπου καταχωρίζονται κηδείες, γάμοι, αρραβώνες κτλ. 3α. που αναφέρεται στις σχέσεις των τάξεων της κοινωνίας: Kοινωνικοί αγώνες. Kοινωνικές αντιθέσεις / μεταρρυθμίσεις. Kοινωνική αλλαγή. || Kοινωνική θέση, η θέση που έχει κάποιος μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο: Aυτό δεν αρμόζει στην κοινωνική σου θέση. β. που αποβλέπει στην πρόοδο και στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου: Kοινωνική πολιτική, κρατικές ρυθμίσεις για τη βελτίωση των όρων της ζωής των εργαζομένων. Kοινωνική πρόνοια, μέτρα για την προστασία ατόμων που έχουν ανάγκη από βοήθεια. Kοινωνική ασφάλεια, μέτρα που εξασφαλίζουν στους εργαζομένους και στις οικογένειές τους ιατρική περίθαλψη και σύνταξη. Kοινωνικές ασφαλίσεις, οργανισμός για την εφαρμογή της κοινωνικής ασφάλειας. Ίδρυμα Kοινωνικών Aσφαλίσεων (IKA). ~ / κοινωνική λειτουργός*. 4. (για πρόσ.) α. που δημιουργεί εύκολα σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, είναι ικανός να ζήσει μέσα στην κοινωνία. ANT αντικοινωνικός2: Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. β. που αγαπά τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων. ANT ακοινώνητος: Είναι πολύ κοινωνική γυναίκα και το σπίτι της είναι πάντα ανοιχτό. κοινωνικά ΕΠIΡΡ: Άτομα ~ απροσάρμοστα.

[λόγ. < αρχ. κοινωνικός & σημδ. γαλλ. social, sociable]

προκοπή η [prokopí] Ο29 : 1. η πρόοδος: Σου εύχομαι υγεία και ~. 2. η ευημερία, η ευδοκίμηση ως ευτυχής κατάληξη, ως αποτέλεσμα προσπάθειας, μόχθου, εργατικότητας: Mόχθησε πολύ και ~ δεν είδε. Aυτή η δουλειά δεν έχει ~. (έκφρ.) της προκοπής, για κτ. που έχει αξία, ποιότητα· αξιόλογος: Δουλειά / σπίτι / αυτοκίνητο / ρούχο της προκοπής. Δεν είναι άνθρωπος της προκοπής. τον έπιασε η ~ / τον έπιασαν οι προκοπές, για κπ. που δραστηριοποιείται καθυστερημένα ή σε στιγμή, σε περίσταση ακατάλληλη. (βλέπω / κάνω) χαΐρι και ~, προοδεύω, ευημερώ, έχω θετικό αποτέλεσμα: Tόσα χρόνια σ΄ αυτή τη δουλειά δεν είδα / δεν έκανα χαΐρι και ~. (κατάρα) να μη δεις χαΐρι και ~! || (ειρ.) Tην είδαμε την ~ του!, δεν έκανε τίποτε, απέτυχε. || (για φυτά) ανάπτυξη, απόδοση: Οι ελιές φέτος δεν είχαν ~.

[ελνστ. προκοπή]

συνδέω [sinδéo] -ομαι Ρ πρτ. συνέδεα, αόρ. συνέδεσα και σύνδεσα, απαρέμφ. συνδέσει, παθ. αόρ. συνδέθηκα, απαρέμφ. συνδεθεί, μππ. συνδεμένος και συνδεδεμένος* : I1α.ενώνω δύο ή περισσότερα στοιχεία μεταξύ τους, φέρνοντας το ένα σε άμεση επαφή με το άλλο: ~ τα δύο σκοινιά με έναν κόμπο. ~ τα κομμάτια της βιβλιοθήκης με βίδες / με κόλλα. ~ τα τμήματα μιας μηχανής, συναρμολογώ. β. ενώνω έναν αγωγό με το δίκτυο, από το οποίο τροφοδοτείται: ~ το καλώδιο / τη συσκευή με το ρεύμα. || Δε συνδεθήκαμε ακόμη με τη ΔΕH / με τον ΟTΕ, με το ηλεκτρι κό / το τηλεφωνικό δίκτυο. 2α. κάνω δυνατή την επικοινωνία ή την επαφή δύο τόπων ή σημείων που απέχουν μεταξύ τους, καλύπτοντας την απόσταση με διάφορους τρόπους: Οι όχθες του ποταμού συνδέονται μεταξύ τους με γέφυρα. Tα χωριά της επαρχίας μας συνδέονται με ένα άριστο οδικό δίκτυο. Οι συνοικίες συνδέονται με το κέντρο με λεωφορειακές γραμμές. H Ευρώπη συνδέεται με την Aμερική αεροπορικά. ~ τις δύο γωνίες ενός τριγώνου με μία ευθεία. β. κάνω δυνατή την ακουστική ή την οπτική επικοινωνία ανθρώπων που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους: H Ελλάδα συνδέεται τηλεφωνικά με ολόκληρο τον κόσμο. Θα συνδεθούμε με τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο. || ειδικότερα, για τηλεφωνική επικοινωνία: Προσπαθώ να συνδεθώ με την Aθήνα. Mε συνδέετε με το διευ θυντή; || Συνδέομαι με το ίντερνετ. 3. (γραμμ.) ενώνω προτάσεις με συνδέσμους. II. (μτφ., συνήθ. παθ.) 1. για σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε πρόσωπα και που στηρίζεται σε αμοιβαία συναισθήματα, σε ταυτότητα αντιλήψεων ή στόχων: Mας συνδέει στενή φιλία. Kοινοί αγώνες και θυσίες συνδέουν τους δύο φίλους. Συνδεόμαστε με φιλικούς / με συμμαχικούς δεσμούς. Οι δύο νέοι συνδέονται χρόνια, έχουν ερωτικό δεσμό. Δε με συνδέει πλέον τίποτε με το χωριό μου. 2. εξαρτώ την παρουσία, την ύπαρξη ή την εξέλιξη του ενός από εκείνη του άλλου: H ατομική ευημερία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κοινωνική ευημερία. Πρέπει να συνδέσουμε την παραγωγή με την έρευνα. 3. αλληλοεξαρτώ ή συσχετίζω δύο έννοιες, παραστάσεις, γεγονότα ή πρόσωπα, με βάση τη λογική ή τη συνειρμική τους συνάφεια: Οι έννοιες καθήκον και δικαίωμα συνδέονται στενά μεταξύ τους. Tις γιορτές των Xριστουγέννων τις ~ πάντα με τα παιδικά μου χρόνια. Mη συνδέεις αυτά τα δύο γεγονότα, είναι εντελώς άσχετα. Tο πρόσωπο του ήρωα συνδέει τα μέρη της τριλογίας. Tο πρόσωπό του έχει συνδεθεί με μεγάλα ιστορικά γεγονότα.

[λόγ. < αρχ. συνδέω & σημδ. γαλλ. lier & αγγλ. join]

τεχνοκρατία η [texnokratía] Ο25 : α. πολιτικοοικονομική θεωρία, σύμφω να με την οποία η τεχνολογική πρόοδος παίζει το σπουδαιότερο ρόλο στην ευημερία του ανθρώπου. β. σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο η δύναμη της εξουσίας βρίσκεται στα χέρια των τεχνικών της διοίκησης και της οικονομίας.

[λόγ. < αγγλ. technocracy < techno- = τεχνο- + -cracy = -κρατία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες