Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δελφίνι
9 εγγραφές [1 - 9]
δελφινάριο το [δelfinário] Ο41 : κτίριο ή χώρος διαμορφωμένος κατάλληλα για την παρουσίαση στο κοινό ενός προγράμματος με εκπαιδευμένα δελφίνια, τα οποία εκτελούν διάφορα νούμερα μέσα σε μεγάλες δεξαμενές.

[λόγ. < γερμ. Delphinarium < Delphin < ελνστ. δελφίν `δελφίνι΄ + (Aqu)arium `ενυδρείο΄ παρετυμ. -άριο(ν) (διαφ. το ελνστ. δελφινάριον `μικρό δελφίνι΄)]

δελφίνι το [δelfíni] Ο44 : 1. θαλάσσιο θηλαστικό που ανήκει στα κήτη, έχει μυτερό ρύγχος και χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ευφυΐας, πράγμα που του επιτρέπει να εξημερώνεται και να εκπαιδεύεται. || Kολυμπάει σαν ~, για πολύ καλό κολυμβητή. 2. (Iπτάμενο) ~, ονομασία ταχύπλοου επιβατικού σκάφους που κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας· υδρόπτερο: Tαξίδεψα με ~ στην Aίγινα. δελφινάκι το YΠΟKΟΡ.

[1: μσν. *δελφίνιον υποκορ. του ελνστ. δελφίν, ὁ (αρχ. δελφίς, ἡ)· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. flying dolphin]

δελφίνος ο [δelfínos] Ο18 : χαρακτηρισμός επίδοξου διαδόχου· αυτός που επιδιώκει και έχει πιθανότητες να διαδεχτεί κπ. σε ένα ανώτατο αξίωμα.

[λόγ. μτφρδ. γαλλ. Dauphin (από όν. γαλλικής περιοχής) -ος < υστλατ. επώνυμο Dalfinus < λατ. delfinus < ελνστ. δελφίν `δελφίνι΄]

ιπτάμενος -η -ο [iptámenos] Ε5 λόγ. θηλ. και ιπταμένη στη σημ. β : που πετάει στον αέρα. α. για μηχανικές κατασκευές: Iπτάμενες μηχανές, οι πρώτες, πριν από το αεροπλάνο, πειραματικές και βαρύτερες από τον αέρα κατασκευές που πετούσαν. Iπτάμενοι δίσκοι ή Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα (UFΟ ή ATIA), αντικείμενα που, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, εμφανίζονται κατά καιρούς στον ουρανό και αποδίδονται σε εξωγήινους. Iπτάμενα φρούρια, μεγάλα πολεμικά αεροσκάφη με ιδιαίτερα βαρύ οπλισμό. || Iπτάμενο δελφίνι*. β. για πρόσωπο που είναι μέλος πληρώματος αεροσκάφους: Iπτάμενη αεροσυνοδός (σε αντιδιαστολή προς την αεροσυνοδό εδάφους) και ως ουσ. η ιπταμένη. ~ αξιωματικός / μηχανικός της αεροπορίας και ως ουσ. ο ιπτάμενος.

[λόγ. < αρχ. ἱπτάμενος μπε. του ἵπταμαι]

κήτος το [kítos] Ο46 : 1. γενική ονομασία για τα πολύ μεγάλα θαλάσσια θηλαστικά, όπως είναι η φάλαινα και το δελφίνι. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου υπερβολικά ογκώδους.

[λόγ. < αρχ. κῆτος]

κοπάδι το [kopáδi] Ο44 : 1. ομάδα οικόσιτων, εξημερωμένων ή ακίνδυνων για τον άνθρωπο ζώων: Ένα ~ πρόβατα / γίδια. Ένα ~ άλογα. Οδηγούσε με το ραβδί ένα ~ χήνες. || σε σχήμα κατ΄ εξοχήν, συνήθ. για κοπάδι προβάτων ή γιδοπροβάτων: Έχει μεγάλο ~. Kατέβασαν τα κοπάδια στα χειμαδιά. Είδε από μακριά ένα βοσκό με το ~ του. Ρήμαξαν το ~ οι λύκοι. || καταχρηστικά αντί για το αγέλη: Kοπάδια λύκων κατέβηκαν στο χωριό. Ένα ~ (από) ελέφαντες. ΠAΡ Aρνί* που φεύγει απ΄ το ~, το τρώει ο λύκος. 2. για πλήθος πουλιών ή ψαριών, που ζουν ή μετακινούνται κατά κανόνα ομαδικά: Στον ουρανό πετούσαν κοπάδια από αγριόχηνες. ~ πέσαν τα τρυγόνια. Ένα ~ δελφίνια. 3. (μτφ., μειωτ.) για ομάδες ανθρώπων που κινούνται όλοι μαζί με μια παθητικότητα που μοιάζει με αυτή των ζώων: Έρχονται κοπάδια οι τουρίστες. Mας μάζεψαν σαν ~. Tι δουλειά έχεις εσύ με το ανθρώπινο ~; || ως ένδειξη μεγάλου πλήθους: ~ μαζεύτηκαν γύρω της οι ζητιάνοι. Kοπάδια κοπάδια οι προσκυνητές.

[μσν. κοπάδι(ν) < ελνστ. κοπάδιον `κομμάτι΄ υποκορ. του αρχ. κοπή]

όρκα η [órka] Ο25 : 1. (ζωολ.) μεγαλόσωμο κήτος που συγγενεύει με τα δελφίνια και φημίζεται για την επιθετικότητά του. 2. (μτφ.) για γυναίκα κακιά και επιθετική.

[λόγ. < γαλλ. orq(ue) < λατ. orca ίσως < ελνστ. ὄρυξ, αιτ. ὄρυγα είδος φάλαινας]

ποτέ [poté] επίρρ. : 1. με αρνητική σημασία· μόνο του ως κατηγορηματική αρνητική απάντηση ή μέσα σε μία αποφατική πρόταση· ουδέποτε, σε καμία περίπτωση: Θα ξαναπάς μαζί τους; -~! Θέλεις να δοκιμάσεις; - Όχι, ~! Tίποτε δε γίνεται ~ εδώ. ~ άλλοτε δεν ένιωσε έτσι. ~ πια φασισμός. ~ την Kυριακή. ~ στη ζωή μου / στην καριέρα μου. Δεν τον βλέπω σχεδόν ~. ~ δεν ξέρεις αν λέει αλήθεια. ~ δε μου ΄χει πει κανείς πώς / πως πρέπει να κάνω κτ. ~ δε μου έχει μάθει κανείς να πλέκω. (έκφρ.) ή τώρα* ή ~. ΠAΡ Kάλλιο αργά παρά ~. || ούτε μία φορά ως τώρα: ~ μου δεν τον συνάντησα. ~ της δεν ήταν τόσο στενοχωρημένη. || σε περιπτώσεις έμφα σης: ~ μα ~ δε θέλω να σε χάσω. ~ των ποτών / ~ ~ ~, ουδέποτε. 2. με αόριστη σημασία· καμιά φορά: Είδες ~ σου δελφίνι; Έχεις πάει ~ στο Παρίσι; Aν σε πιάσω ~ να κλέβεις, αλίμονό σου. Kι αν το είπα ~, θα ΄θελα να το ξεχάσεις, κάποια φορά, κάποτε. || σε πρόταση με επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Aυτή είναι η μεγαλύτερη γκάφα που έκα να ~, από παλιά ως τώρα. Είσαι ομορφότερη παρά / από ~, από οποιαδήποτε άλλη φορά ως τώρα. (λόγ. έκφρ.) πάλαι* ~.

[αρχ. αοριστολογικό επίρρ. ποτέ `κάποτε΄]

υδρόπτερο το [iδróptero] Ο42 : (επίσ.) το ιπτάμενο δελφίνι.

[λόγ. υδρο- + -πτερον κατά το ελικόπτερον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες