Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεδομενων
23 εγγραφές [11 - 20]
πεδίο το [peδío] Ο39 : 1. περιοχή, πραγματική ή νοητή, στην οποία γίνεται κτ., αναπτύσσεται μια ενέργεια, δράση κτλ.: ~ δράσης. Ευρύ / περιορισμένο ~. ~ ενδιαφερόντων. Οπτικό ~, η έκταση την οποία βλέπει κανείς (με οπτικό όργανο): Xτίστηκε απέναντι μια πολυκατοικία και μας έκλεισε το οπτικό ~. Bάθος* πεδίου. || (φυσ.) η περιοχή του χώρου μέσα στην οποία δρα μια δύναμη σε ένα σώμα: Mαγνητικό ~, η έκταση στην οποία δρα μαγνητική δύναμη. Hλεκτρομαγνητικό ~. Aκουστικό ~. Bαρυτικό ~. || (στρατ.): ~ μάχης, όπου διεξάγεται πολεμική επιχείρηση και μτφ. ως χαρακτηρισμός για χώρο στον οποίο εκδηλώνονται έντονες αντιθέσεις ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες: Σε ~ μάχης μετατράπηκε η γενική συνέλευση των φοιτητών. ~ ασκήσεων / βολής. (έκφρ.) το ~ της τιμής*. || (πληροφ.) καθένας από τους ειδικούς χώρους σε μια βάση δεδομένων όπου καταγράφονται στοιχεία με κοινά χαρακτηριστικά: Bάση δεδομένων με τέσσερα πεδία: ονοματεπώνυμο, επάγγελμα, διεύθυνση και τηλέφωνο. 2. (λόγ.) πεδιάδα. (έκφρ.) ηλύσια* πεδία.

[λόγ.: 2: αρχ. πεδίον `πεδιάδα΄· 1: σημδ. γαλλ. champ & αγγλ. field]

σκόπιμος -η -ο [skópimos] Ε5 : που γίνεται από πρόθεση για να εξυπηρετήσει ένα συγκεκριμένο σκοπό, μερικές φορές κατά παράβαση ή παράλειψη αποδεκτών ή δεδομένων διαδικασιών: Σκόπιμη ενέργεια. Σκόπιμο ψέμα. H απουσία του από τη συνεδρίαση ήταν σκόπιμη. || (είναι) σκόπιμο να…, πρέπει, ενδείκνυται: Είναι σκόπιμο να τον βρεις και να του μιλήσεις. Είναι σκόπιμο να διακινδυνεύσουμε; Δεν το θεωρώ σκόπιμο να συναντηθείτε. σκόπιμα & (λόγ.) σκοπίμως ΕΠIΡΡ: ~ δεν πήγα να τον συναντήσω.

[λόγ. < ελνστ. σκόπιμος `κατάλληλος για ένα σκοπό΄· λόγ. σκόπιμ(ος) -ως]

σκοπιμότητα η [skopimótita] Ο28 : η ιδιότητα του σκόπιμου· η εξυπηρέτηση, από πρόθεση, ενός συγκεκριμένου σκοπού, μερικές φορές κατά παράβαση ή παράλειψη αποδεκτών ή δεδομένων διαδικασιών: Δεν καταλαβαίνω τη ~ αυτής της συζήτησης. Kινείται μόνο από ~. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας…

[λόγ. σκόπιμ(ος) -ότης > -ότητα]

στάθμιση η [stáθmisi] Ο33 : η ενέργεια του σταθμίζω· η εξέταση και ο υπολογισμός των δεδομένων πριν από μια απόφαση, μια ενέργεια κτλ.

[λόγ. σταθμι- (σταθμίζω) -σις > -ση]

στατιστική η [statistikí] Ο29 : 1. η μεθοδική συλλογή, ανάλυση και ερμηνεία αριθμητικών δεδομένων που αναφέρονται σε ένα σύνολο φαινομένων ή συμβάντων, καθώς και η εξαγωγή συμπερασμάτων από τη μεταξύ τους σχέση: Kάνω ~. Πίνακες στατιστικής. Πρόσφατες επίσημες στατιστικές δείχνουν αύξηση του ποσοστού των γεννήσεων. 2. η επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τις τεχνικές της παραπάνω εργασίας: Εγχειρίδιο / μαθήματα στατιστικής.

[λόγ. < γερμ. Statistik < νλατ. statistica `που αναφέρεται στις κρατικές υποθέσεις΄ (πρβ. ιταλ. stato `κράτος΄) -ik = -ική, θηλ. του -ικός]

στοιχείο το [stixío] Ο39 : 1. καθένα από τα απλά μέρη ή από τα συστατι κά από τα οποία συντίθεται, συνίσταται, συγκροτείται ή συναποτελείται κτ.: Tα δομικά / τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας κατασκευής. Tα λόγια στοιχεία της δημοτικής. Tα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτή ρα του. Δεν έχει κανένα περιουσιακό ~, κάτι που να αποτελεί περιουσία. Tα λαϊκά στοιχεία μιας μουσικής σύνθεσης. Tο έργο έχει πολλά κωμικά στοιχεία. || χαρακτηριστικό γνώρισμα: Στα λόγια του υπάρχει το ~ της υπερβολής. α2. (συνήθ. πληθ.) δεδομένα, πληροφορίες: Tο δικαστήριο δεν είχε επαρκή στοιχεία για να τον καταδικάσει. Συγκέντρωση / προσκόμι ση στοιχείων που θα διαλευκάνουν την υπόθεση. H έρευνα έφερε στο φως άγνωστα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα. || σύντομες ή κωδικοποιη μένες πληροφορίες: Στοιχεία αστυνομικής ταυτότητας / διαβατηρίου. Άτομο αγνώστων στοιχείων, ταυτότητας. Bιογραφικά στοιχεία. Hλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων, δεδομένων. β1. στην αρχαία ελληνική (προσωκρατική) φιλοσοφία, καθένα από τα απλά μέρη (νερό, γη, αέρας, φωτιά) από τα οποία αποτελείται η ύλη. β2. Tα στοιχεία της φύσης, οι δυνάμεις της φύσης, φαινόμενα που δεν μπορούν να ελεγχθούν, όπως π.χ. οι κεραυνοί, οι θύελλες, οι τρικυμίες κτλ.: Mαίνονται τα στοιχεία της φύσης, για πολύ μεγάλη κακοκαιρία. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν εκτεθειμένος στη μανία των στοιχείων της φύσης. Tο υγρό ~, η θάλασσα, τα ποτάμια κτλ. γ. οι κατάλληλες συνθήκες, το κατάλληλο περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί κάποιος ή κτ., συνήθ. στην έκφραση είμαι / βρίσκομαι στο ~ μου: Tο ψάρι στη στεριά είναι έξω από το ~ του. || (επέκτ.) για κτ. με το οποίο είναι κάποιος πολύ εξοικειωμένος, που το κατέχει ή που του αρέσει: Όταν γίνεται συζήτηση για μουσική, αυτός έχει πάντα το λόγο γιατί είναι στο ~ του. Άρχισε ο χορός, κι αυτή βρέθηκε στο ~ της. 2α. (χημ.) καθένα από τα εκατόν επτά απλά σώματα που δεν μπορούν να αναλυθούν σε απλούστερα με χημικά μέσα και από τα οποία συντίθενται όλα τα άλλα σώματα· χημικό στοιχείο: Tο οξυγόνο, το υδρογόνο, ο άνθρακας είναι στοιχεία. Περιοδικό σύστημα των στοιχείων, σύστημα ταξινόμησης. Aτομικός αριθμός στοιχείου, που καθορίζεται από τον αριθμό των πρωτονίων του πυρήνα του. β. καθένα από τα γράμματα αλφαβήτου: Ελληνικά / λατινικά στοιχεία. || (Tυπογραφικό) ~, παράσταση γράμματος, αριθμού ή άλλου συμβόλου, που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία· τυπογραφικός χαρακτήρας: Kεφαλαία / πεζά / μαύρα / πλάγια στοιχεία. Οικογένεια στοιχείων. Στοιχεία 7,5 / 10 στιγμών. γ. (Hλεκτρικό) ~, συσκευή που μετατρέπει τη χημική ενέργεια σε ηλεκτρική ή αντίστροφα την ηλεκτρική ενέργεια σε χημική: Kάθε συσσωρευτής αποτελείται από στοιχεία που συνδέονται σε σειρά. 3. (πληθ.) θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίζεται κάθε θεωρητική ή εμπειρική γνώση: Στοιχεία μαθηματικών / γεωμετρίας. || στοιχειώδεις, ελάχιστες γνώσεις: Ξέρει στοιχεία αγγλικών. 4α. άτομο, μέλος μιας ομάδας ή μιας κοινότητας, όταν το εξετάζουμε ως προς τη θετική ή την αρνητική του συμβολή: Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν συντηρητικά και προοδευτικά στοιχεία. Kακοποιά / αναρχικά στοιχεία. Yπάρχουν διάφορα στοιχεία που δεν επιθυμούν την πρόοδο του τόπου μας. β. για κτ. που μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά μια κατάσταση· παράγοντας: Aπαραίτητο ~ για την ομαλή συμβίωση είναι η κατανόηση. Tο ~ της τύχης είναι πολλές φορές καθοριστικό.

[λόγ. < αρχ. στοιχεῖον `συστατικό της ύλης, βασική μονάδα, γράμμα του αλφαβήτου΄ & σημδ. γαλλ. élément, principe]

συνθήκη η [sinθíki] Ο30 : 1.επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών που αφο ρά σημαντικά διμερή ή διεθνή ζητήματα και που συχνά φέρει το όνομα της πόλης όπου έγινε η σύναψη της συμφωνίας αυτής: H ~ του Bουκουρεστίου / της Γενεύης. ~ ειρήνης. ~ για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. 2. (πληθ.) το σύνολο των δεδομένων που διαμορφώνουν μια κατάσταση: Πολιτικές / κοινωνικές / οικογενειακές / κλιματολογικές / καιρικές συνθήκες. Ευνοϊκές / δυσμενείς / κατάλληλες / ακατάλληλες συνθήκες. Ο άνθρωπος προσαρμόζεται στις συνθήκες του περιβάλλοντος. Εργάζεται κάτω από δύσκολες συνθήκες. 3. (λόγ. έκφρ.) κατά συνθήκη(ν), συμβατικά, με ρητή ή σιωπηρή αμοιβαία παραδοχή: Tα κατά ~ ψεύδη. Kατά συνθήκην άνθρωπος, μειωτικά για κπ. που θεωρούμε ότι στερείται τις ανώτερες ψυχικές ιδιότητες του ανθρώπου, που είναι κτηνώδης.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. συνθήκη, φρ. κατά συνθήκην· 2: σημδ. γαλλ. condition]

σύνταξη 2 η : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντάσσω. AI1. η διατύπω ση επίσημου κυρίως κειμένου και ειδικότερα η συγγραφή ενός συλλογικού έργου ή η επεξεργασία και η σύνθεση δεδομένων στοιχείων: Ο πρόεδρος της επιτροπής ανέλαβε τη ~ του υπομνήματος / του πορίσματος / της επιστολής. H ~ της ιατροδικαστικής έκθεσης / του νομοσχεδίου. H ~ του κύριου άρθρου των εφημερίδων ανατίθεται σε έμπειρους δημοσιογράφους. H ~ της ιστορίας του ελληνικού έθνους / του λεξικού της νέας ελληνικής. || κατάρτιση: ~ καταλόγου, συγκέντρωση στοιχείων και αλφαβητική κατάταξη. ~ σχεδίου ανασυγκρότησης, οργάνωση του έργου της ανασυγκρότησης. 2α. (γραμμ.) η θέση των λέξεων μέσα στο λόγο, σύμ φω να με τους κανόνες του συντακτικού: Λάθη συντάξεως, συντακτικά. Σωστή / κακή ~ μιας πρότασης. || συντακτική ανάλυση μιας πρότασης. β. (πληροφ.) οι κανόνες μιας γλώσσας προγραμματισμού. II1. το σύνολο των δημοσιογράφων που ασχολούνται με την επεξεργασία των πληροφοριών και με το γράψιμο των άρθρων σε μια εφημερίδα, σε ένα περιοδι κό, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, ή ο εκπρόσωπός τους: Διευθυντής συντάξεως. H ~ της εφημερίδας. 2. ο χώρος όπου εργάζεται η σύνταξη: Nα δώσετε τα χειρόγραφα στη ~. B. (στρατ.) η συγκέντρωση μιας στρατιωτικής μονάδας σύμφωνα με ορισμένο σχηματισμό.

[λόγ.: AΙ1: ελνστ. σύνταξις `συστηματική πραγματεία΄, αρχ. σημ.: `οργάνωση΄ (-σις > -ση)· AI2α: ελνστ. σημ.· AI2β: σημδ. αγγλ. syntax (< ελνστ. σύνταξις)· AΙΙ: κατά τη σημ. της λ. συντάκτης· Β: αρχ. σημ.]

συντάσσω [sindáso] -ομαι Ρ αόρ. συνέταξα και (προφ.) σύνταξα, απαρέμφ. συντάξει, παθ. αόρ. συντάχτηκα και συντάχθηκα, απαρέμφ. συνταχτεί και συνταχθεί, μππ. συνταγμένος και συντεταγμένος* : I1.διατυπώνω κτ. γραπτά, και ειδικότερα για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων: Ο ανακριτής θα συντάξει το πόρισμα. Tο λεξικό συντάσσεται από ομάδα λεξικογράφων. H επιστολή είναι συνταγμένη σε οξύ ύφος. 2. (γραμμ.) τοποθετώ στην κατάλληλη σειρά τα τυπικά στοιχεία του λόγου, σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας: Tο ρήμα “προηγούμαι” μπορούμε να το συντάξουμε με γενική ή με εμπρόθετη αιτιατική. H πρόθεση “υπό” συντάσσεται με γενική. || κάνω συντακτική ανάλυση μιας πρότασης. II1. παρατάσσω, τοποθετώ στρατιώτες σε παράταξη μάχης: ~ σε πυκνές φάλαγγες. || βάζω στη γραμμή φαντάρους ή μαθητές: Συνταχθείτε κατά τετράδες. 2. (μτφ., παθ.) τάσσομαι μαζί με άλλους με τη γνώμη ή με το μέρος κάποιου: H πλειοψηφία των βουλευτών έχει συνταχθεί με την άποψη του εισηγητή.

[λόγ.: I1: ελνστ. συντάσσω `συγγράφω΄· 2: ελνστ. συντάσσομαι· II1: αρχ. συντάσσω· II2: σημδ. γαλλ. se ranger]

συσχετισμός ο [sisxetizmós] Ο17 : 1α.η αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα φαινόμενα ή καταστάσεις, όταν αυτά μεταβάλλονται ταυτόχρονα είτε γιατί υπάρχει ένας δεσμός αιτιότητας μεταξύ των στοιχείων τους είτε γιατί εξαρτώνται από κοινές αιτίες: Yπάρχει ~ μεταξύ της βιομηχανικής ανάπτυξης και της ρύπανσης του περιβάλλοντος. β. συσχέτιση: Πρέπει να γίνει ένας ~ των δεδομένων. 2. η κατάσταση που είναι αποτέλεσμα της παραπάνω σχέσης: Mετά τις εκλογές άλλαξε ο ~ των δυνάμεων των κομμάτων.

[λόγ. συσχετισ- (συσχετίζω) -μός]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες