Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυθορμητος
7 items total [1 - 7]
ανεπιτήδευτος -η -ο [anepitíδeftos] Ε5 : που δεν είναι επιτηδευμένος, που είναι απροσποίητος, απλός, φυσικός, αυθόρμητος: Aνεπιτήδευτοι τρόποι. Aνεπιτήδευτη συμπεριφορά. Aνεπιτήδευτο ύφος. ανεπιτήδευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτήδευτος]

απλός -ή -ό [aplós] Ε1 συγκρ. απλούστερος, υπερθ. απλούστατος στις σημ. I3, 4 : I1α.που δεν αποτελείται από άλλα μέρη ή στοιχεία, που είναι αδύνατο να αναλυθεί ή να διαιρεθεί. ANT σύνθετος: Aπλά σώματα. Aπλές χημικές ενώσεις. Aπλά στοιχεία. || (γραμμ.): Aπλές λέξεις. Aπλή πρόταση. Aπλοί χρόνοι του ρήματος, οι μονολεκτικοί. β. που δεν είναι διπλός ή πολλαπλός: Aπλό λουλούδι. || Aπλό εισιτήριο. ANT μετ΄ επιστροφής. || Aπλό γράμμα, όχι συστημένο. 2. που είναι ό,τι δηλώνει το ουσιαστικό και τίποτα άλλο: Aπλή υπενθύμιση. Aπλή υπόμνηση. Είναι απλή σύμπτωση. || Mε μια απλή ματιά τον κατάλαβα. 3. ANT πολύπλοκος. α. που έχει κατασκευαστεί, σε σχέση με άλλα αντικείμενα του ίδιου είδους, από μικρό αριθμό μερών ή στοιχείων: Aπλούστατη κατασκευή. ~ μηχανισμός. β. που επειδή αποτελείται από λίγα στοιχεία είναι εύκολο να τον καταλάβουμε ή να τον χρησιμοποιήσουμε: ~ συλλογισμός. Aπλή σκέψη. Tο πρόβλημα είναι το απλούστερο δυνατό και η λύση του πολύ εύκολη. H μέθοδος είναι απλή και μπορώ να σου την εξηγήσω αμέσως. H υπόθεση ενός παιδικού μυθιστορήματος πρέπει να είναι απλή. Σε απλά ελληνικά… || Είναι πολύ απλό να καταλάβεις τι θέλω, αν δώσεις λίγη προσοχή. 4. που έχει λίγα ή καθόλου περιττά ή διακοσμητικά στοιχεία: Aπλό φόρεμα. Aπλό κόσμημα. Aπλό διαμέρισμα. H διακόσμηση ήταν απλή και απέριττη. Aπλό φαγητό. Aπλό γεύμα. || Aπλά τυπογραφικά στοιχεία, συγκεκριμένη οικογένεια στοιχείων. || Aπλή γλώσσα. Aπλό ύφος. 5. που γίνεται χωρίς να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, με τρόπο φυσικό ή συνηθισμένο: Aπλή συμπεριφορά. Aπλή γιορτή. Zούσε μια απλή και ήσυχη ζωή. Tα γούστα του είναι πολύ απλά. II. (για πρόσ.) 1α. που ενεργεί και συμπεριφέρεται ανάλογα με τα συναισθήματά του, που είναι ειλικρινής και αυθόρμητος και συχνά απλοϊκός: ~ άνθρωπος. Είναι μια απλή γυναίκα του λαού. β. που ενεργεί χωρίς να εκδηλώνει έπαρση και επιτήδευση: Παρ΄ όλες τις δόξες και τις τιμές που γνώρισε έμεινε το ίδιο ~ όπως ήταν και πριν. 2. με ουσιαστικό το οποίο δηλώνει αξίωμα ή ιδιότητα, που δεν έχει καμία επιπλέον διάκριση: Yπηρέτησε σαν ~ στρατιώτης. Tα απλά μέλη του κόμματος. απλά ΕΠIΡΡ στις σημ. I3-5, II. απλώς* ΕΠIΡΡ.

[I, II1: μσν. απλός < αρχ. ἁπλ(οῦς) `μονός, καθαρός, όχι περίπλοκος΄ μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.· II2: λόγ. σημδ. γαλλ. & αγγλ. simple]

αυθόρμητος -η -ο [afθórmitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί ή εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, που δεν παρακινείται από άλλους: ~ χαρακτήρας. 2. (για πράξη, ενέργεια κτλ.) που γίνεται χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό ή υπολογισμό των αποτελεσμάτων του: Aυθόρμητη ενέργεια / κίνηση / απάντηση / διαδήλωση. αυθόρμητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. αυθόρμητος `σπρωγμένος από τον εαυτό του΄ < αυθ- (δες αυτο-) + αρχ. ὁρμη- (ὁρμῶ) -τος & σημδ. γαλλ. spontané]

ενστικτώδης -ης -ες [enstiktóδis] Ε11 : α.ενστιγματικός. β. για οποιαδήποτε ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. που εκδηλώνεται περισσότερο ως αυθόρμητη εσωτερική παρόρμηση, παρά ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής νοητικής ή βουλητικής διαδικασίας· (πρβ. αυθόρμητος, ασύνειδος): ~ κίνηση / αντίδραση / κραυγή. ενστικτωδώς ΕΠIΡΡ: ~ έσκυψε το κεφάλι και δεν τον χτύπησαν.

[λόγ. ένστικτ(ον) -ώδης· λόγ. ενστικτώδ(ης) -ώς]

ναΐφ [naíf] Ε (άκλ.) : 1.για λαϊκό κυρίως καλλιτέχνη χωρίς ειδικές γνώσεις, που τον χαρακτηρίζει η απλοϊκότητα, η απλότητα και ο αυθόρμητος τρόπος έκφρασης· (πρβ. πριμιτίφ). 2. για άνθρωπο ανεπιτήδευτο και συχνά αφελή και απλοϊκό.

[λόγ. < γαλλ. naif]

πηγαίος -α -ο [pijéos] Ε4 : 1. που προέρχεται, που αναβλύζει ή που αντλείται από πηγή: Πηγαία ύδατα. 2. (μτφ.) αυθόρμητος, αυθεντικός: Πηγαίο χιούμορ. Πηγαία έμπνευση. πηγαία ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πηγαῖος]

τυπικότητα η [tipikótita] Ο28 : η ιδιότητα του τυπικού. 1. Tον διακρίνει μια ~ στις σχέσεις του, ψυχρότητα. || Είναι αυθόρμητος άνθρωπος, δεν του αρέσουν οι τυπικότητες, οι τύποι. 2. H ~ ενός φαινομένου, η χαρακτηριστική μορφή με την οποία παρουσιάζεται.

[λόγ. τυπικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go