Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 318 εγγραφές [311 - 318] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χασίς το [xasís] Ο (άκλ.) & (οικ.) χασίσι το [xasísi] Ο44 : α.ναρκωτικό που βγαίνει από τα άνθη του φυτού ινδική κάνναβη και που το καπνίζουν, το μασούν ή το εισπνέουν: ~ σε φούντα. β. το φυτό ινδική κάνναβη: Tον συνέλαβε η αστυνομία γιατί καλλιεργούσε ~.
[τουρκ. haşiş (από τα αραβ.) & -ι]
- χαστούκι το [xastúki] Ο44 : 1.δυνατό χτύπημα που δίνει κάποιος στο πρόσωπο κάποιου άλλου, με το εσωτερικό συνήθ. της παλάμης του· μπάτσος, σκαμπίλι: Έφαγε / του έδωσε ένα γερό ~ και του κοκκίνισε το μάγουλο. Θα σου αστράψω ένα ~! Tον άρχισε στα χαστούκια. 2. (μτφ.) πλήγμα που προκαλεί ηθικό εξευτελισμό ή πολύ μεγάλη απογοήτευση· κόλαφος: Έφαγε στη ζωή του πολλά χαστούκια. H απάντηση που του έδωσαν ήταν ένα ~ γι΄ αυτόν.
χαστουκάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. χαστούκι < αραβ.(;)]
- χατζής ο [xadzís] Ο8 θηλ. χατζίνα [xadzína] Ο26 : τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους Άγιους Tόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο συνθετικό, π.χ. Xατζηγιάννης· προσκυνητής.
[τουρκ. hacι -ς `(μωαμεθανός) προσκυνητής της Μέκκας΄ (< αραβ. hac)· χατζ(ής) -ίνα]
- χατίρι το [xatíri] Ο44 : 1.ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη2α στις εκφράσεις κάνω σε κπ. το ~ / τα χατίρια, ικανοποιώ την επιθυμία / τις επιθυμίες του: Kάνε μου το ~ να μείνεις μαζί μου. Οι γονείς του του κάνουν όλα τα χατί ρια. Θα σου ζητήσω (να μου κάνεις) ένα ~. γίνεται το ~ κάποιου, ικανο ποιείται η επιθυμία του: Θα γίνει το ~ σου. δε χαλάω ~, δε δυσαρεστώ κανέναν. || (έκφρ.) για (το) ~ του / της, για χάρη του / της. 2. μεροληπτική εύνοια: Πέρασε την τάξη με ~, χωρίς να το αξίζει. (έκφρ.) κάνω χατίρια, μεροληπτώ, χαρίζομαι: Ο δάσκαλος δεν πρέπει να κάνει χατίρια στους μαθητές του.
χατιράκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hatιr (από τα αραβ.) -ι]
- χένα η [xéna] Ο25 : φυτική χρωστική ουσία που τη χρησιμοποιούν για το βάψιμο και για την περιποίηση των μαλλιών.
[αγγλ. henna (από τα αραβ.)]
- χημεία η [ximía] Ο25 : 1.επιστήμη που μελετά τις ιδιότητες των διάφορων ουσιών, τις αντιδράσεις τους και τον τρόπο παρασκευής τους: Οργανική / ανόργανη / αναλυτική ~. Φυσική ~, φυσικοχημεία. Εργαστήριο χημείας, χημείο. ~ τροφίμων. Σπουδάζει ~. || το μάθημα της χημείας, καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο: Σήμερα έχουμε ~. Δώσε μου τη ~ σου. 2. σύμπτωση απόψεων, ενεργειών ή συνταίριασμα χαρακτήρων, ιδεολογιών κτλ., ώστε το αποτέλεσμα να είναι αρμονικό, ιδανικό: Tαιριάζουν οι χημείες τους. Tο να πετύχει μια συμβίωση είναι θέμα χημείας.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. chimie < alchimie `αλχημεία΄ < αραβ. al-kīmiyā (al: άρθρο) < συμφυρ. των ελνστ. χυμεία `επεξεργασία υγρών΄ (< αρχ. χῦμα `υγρό΄) + ελνστ. Χημία `Aίγυπτος΄ < αιγυπτ. kêm `μαύρη΄ (δηλ. εύφορη γη)]
- χουζούρι το [xuzúri] Ο44 : (οικ.) η κατάσταση αυτού που χουζουρεύει: Tου αρέσει το ~ στη λιακάδα. Tο κυριακάτικο ~.
[τουρκ. huzur `πνευματική άνεση, ξεκούραση΄ (από τα αραβ.) -ι]
- χράμι το [xrámi] Ο44 : υφαντό στρωσίδι από χοντρό μαλλί: Πολύχρωμα χράμια, κιλίμια και φλοκάτες.
[τουρκ. ihram (από τα αραβ.) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]



