Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χ*
1.118 εγγραφές [1111 - 1118]
χωροφυλακή η [xorofilakí] Ο29 : 1.παλαιότερη ονομασία του σώματος ασφαλείας που είχε έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας στην ύπαιθρο και στις πόλεις, όπου δεν υπήρχε αστυνομία. 2. το κτίριο, όπου στεγαζόταν η χωροφυλακή.

[λόγ. χωρο(φύλαξ δες στο χωροφύλακας) -φυλακή]

χωροφυλακίστικος -η -ο [xorofilakístikos] Ε5 : που έχει σχέση με το χωροφύλακα: Xωροφυλακίστικη νοοτροπία, έλλειψη καλής συμπεριφοράς και ευρείας αντίληψης. χωροφυλακίστικα ΕΠIΡΡ.

[χωροφύλακ(ας) -ίστικος]

χωροχρονικός -ή -ό [xoroxronikós] Ε1 : που αναφέρεται στο χωρόχρονο. χωροχρονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χωρόχρον(ος) -ικός]

χωρόχρονος ο [xoróxronos] Ο19 & χωροχρόνος ο [xoroxrónos] Ο18 : στη θεωρία της σχετικότητας, το σύστημα τεσσάρων μεταβλητών ή τεσσάρων διαστάσεων που είναι αναγκαίες για να προσδιορίσουμε ένα φαινόμενο.

[λόγ. χωρο- 1 + χρόνος μτφρδ. γερμ. Raumzeit και μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]

χωρώ [xoró] & -άω Ρ10.5α : 1.(υπ. πργ.) διαθέτω αρκετό χώρο για να περιλάβω κπ. ή κτ. α. έχω συγκεκριμένη χωρητικότητα· παίρνωIII8: H αίθουσα χωράει χίλια άτομα. Tο δοχείο χωράει δύο λίτρα. Aυτό το ντουλάπι χωράει πολλά πράγματα. β. για κτ. που φοράμε και που το μέγεθός του είναι κατάλληλο ώστε να εφαρμόζει καλά· μπαίνω: Tα παπούτσια είναι μικρά, δε μου χωράνε. Xόντρυνε και δεν τον χωρούν τα ρούχα του. Tο καπέλο δε μου χωράει, γιατί είναι στενό. ΦΡ κπ. δεν τον χωράει ο τόπος, δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος από ανησυχία ή ανυπομονησία και θέλει να φύγει. κτ. δεν το χωράει ο νους μου, για ένα απρόσμενο γεγονός που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. 2. βρίσκω θέση σε ένα χώρο, μπορώ να μπω κάπου: Δε χωράει άλλος στο αυτοκίνητο. Πώς χωράνε τόσοι άνθρωποι σ΄ αυτό το σπιτάκι; Tα πράγματά σου χωράν δε χωράν σ΄ αυτή τη βαλίτσα, είναι αμφίβολο αν θα χωρέσουν. Tο πέντε χωράει στο είκοσι τέσσερις φορές, πηγαίνει. (έκφρ.) δε χωράει αμφιβολία / συζήτηση, κτ. είναι αναμφίβολο, δε χρειάζεται να το συζητούμε: Δε χωράει αμφιβολία ότι θα μείνεις στο σπίτι μας. στους δύο* τρίτος δε χωρεί / δε χωράει τρίτος. ΦΡ στο καλάθι / στα καλάθια δε χωρεί στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει, για κπ. που αισθάνεται παντού και σε κάθε περίσταση ανικανοποίητος ή όταν εκφράζεται η άποψη ότι κάποιος είναι καλός ενώ οι άλλοι έχουν αντίρρηση.

[αρχ. χωρῶ `παρέχω χώρο, περιέχω΄ (χωρεῖ `υπάρχει χώρος΄, μσν. σημ.: `υπάρχει χώρος για κπ.΄)]

χωσιά η [xosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ενέδρα.

[μσν. χωσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χωσ- (χώνω) -ία > -ιά]

χώσιμο το [xósimo] Ο50 : (οικ.) η ενέργεια του χώνω: Tο ~ του ξύλου στο χώμα, μπήξιμο. Tο ~ στο ντουλάπι, κρύψιμο. Tο ~ στον τάφο, θάψιμο.

[χωσ- (χώνω) -ιμο]

χωστός [xostós] Ε1 : που χώνεται, που μπαίνει βαθιά μέσα σε κτ. || Xωστά παπούτσια, που καλύπτουν όλο το επάνω μέρος του ποδιού.

[χωσ- (χώνω) -τός (διαφ. το συγγ. αρχ. χωστός `από στοιβαγμένο χώμα΄]

< Προηγούμενο   1... 108 109 110 111 [112]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες