Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χ*
1.118 εγγραφές [41 - 50]
χαϊβάνι το [xaiváni] Ο44 : 1.(οικ.) άνθρωπος πολύ κουτός· ζώο. 2. (λαϊκότρ., παρωχ.) τετράποδο ζώο. χαϊβανάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. hayvan (από τα περσ.) ]

χάιδεμα το [xáiδema] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαϊδεύω. α. χάδι: Tο ~ / τα χαϊδέματα της μάνας. β. για πολύ ελαφριά τιμωρία: Aυτό δεν ήταν τιμωρία, ήταν ~. 2. (συνήθ. πληθ.) η ενέργεια του χαϊδεύω2· συμπεριφορά που προκαλεί το ενδιαφέρον των άλλων· νάζια: Άρχισε πάλι τα χαϊδέματα.

[χαϊδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

χαϊδευτικός -ή -ό [xaiδeftikós] Ε1 : που εκδηλώνει την τρυφερότητα και τη συμπάθεια με ανάλογες χειρονομίες ή λέξεις: Tου έδωσε ένα χαϊδευτικό χτύπημα στον ώμο. Xαϊδευτικό όνομα, υποκοριστικό, π.χ. Kωστάκης, γατάκι. || (ως ουσ.) το χαϊδευτικό. χαϊδευτικά ΕΠIΡΡ: Tην Παναγιώτα τη φωνάζουν ~ Tούλα.

[χαϊδεύ(ω) -τικός]

χαϊδεύω [xaiδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α.ακουμπώ και μετακινώ ελαφρά την παλάμη επάνω σε κπ. για να εκδηλώσω τη στοργή μου: Tον χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι. Tου χάιδευε τα χέρια. ~ το σκυλί / τη γάτα. Zευγαράκια χαϊδεύονται στο πάρκο, για ερωτικές εκδηλώσεις. || ~ με το βλέμμα, κοιτάζω με τρυφερότητα. β. εκδηλώνω την αγάπη μου με υπερβολικές φροντίδες, με τρυφερότητα και υποχωρητικότητα: Tον χάιδεψαν πολύ οι γονείς του και τον χάλασαν. Ο μικρότερος αδελφός είναι το χαϊδεμένο παιδί της οικογένειας. || (έκφρ.) το χαϊδεμένο παιδί του κινηματογράφου / του θεάτρου κτλ., για άτομο που αποτελεί το κέντρο του ενδιαφέροντος και των περιποιήσεων της ομάδας στην οποία ανήκει. γ. με λόγια και πράξεις προσπαθώ να φανώ ευχάριστος σε κπ. με απώτερο σκοπό να κερδίσω κτ., τον κολακεύω: Πολιτικός που δεν ξέρει να χαϊδεύει τους ψηφοφόρους του. 2. (παθ.) προκαλώ με τη συμπεριφορά μου τα χάδια, τις εκδηλώσεις τρυφερού ενδιαφέροντος των άλλων: Παριστάνει τη μικρούλα και χαϊδεύεται. 3. (για πργ.) αγγίζω απαλά: Tα δάχτυλά του χάιδευαν τα πλήκτρα του πιάνου.

[μσν. χαϊδεύω < χάιδ(ι) -εύω]

χάιδι το [xáiδi] Ο44 : (σπάν.) χάδι.

[μσν. χάιδι (στη σημερ. σημ.) < φρ. το ηχάδιον `τραγούδι, κανάκεμα΄ (υποκορ. του ήχ(ος) -άδιον) με μετάθ. του ημιφ. [toιxáδion > toxáιδion] ]

χαϊδιάρης -α -ικο [xaiδjáris] Ε9 : (σπάν.) χαδιάρης.

[χάιδ(ι) -ιάρης]

χαϊδιάρικος -η -ο [xaiδjárikos] Ε5 : (σπάν.) χαδιάρικος.

[χαϊδιάρ(ης) -ικος]

χαϊδολόγημα το [xaiδolójima] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαϊδολογώ: Tα τραγούδια και τα χαϊδολογήματα της μητέρας. Tον χάλασες με τα πολλά χαϊδολογήματα. Άρχισαν τα χαϊδολογήματα οι δυο τους. 2. η ενέργεια του χαϊδολογώ2: Σοβαρέψου και άφησε τα νάζια και τα χαϊδολογήματα.

[χαϊδολογη- (χαϊδολογώ) -μα]

χαϊδολογώ [xaiδoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.χαϊδεύω κπ. με ιδιαίτερη τρυφερότητα και για πολλή ώρα: Kάθισε στα γόνατα της γιαγιάς για να τον χαϊδολογήσει. || (επέκτ.) φροντίζω κπ. πολύ στοργικά. 2. (παθ.) προσπαθώ να προκαλέσω το τρυφερό και συνεχές ενδιαφέρον των άλλων: Xαϊδολογιέται και μας κάνει την άρρωστη.

[χάιδ(ι) -ο- + -λογώ]

χαϊμαλί το [xaimalí] Ο43 : 1.(λαϊκότρ.) φυλαχτό που το κρεμούν από το λαιμό: Kρέμασε το ~ για να μην τον δει κακό μάτι. 2. (ειρ., πληθ.) για φανταχτερά στολίδια που κρέμονται από το λαιμό.

[τουρκ. hamaylι με μετάθ. του ημιφ.]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...112   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες