Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.413 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαρμακευτικός -ή -ό [farmakeftikós] Ε1 : 1. που είναι σχετικός με τα φάρμακα ή με την παρασκευή τους: Φαρμακευτικά προϊόντα / σκευάσματα. Φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτικά καλλυντικά, που περιέχουν και φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτική βιομηχανία. Φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. ~ κώδικας. 2. που έχει ιδιότητες φαρμάκου: Φαρμακευτικά φυτά / βοτάνια. 3. που αναφέρεται στη φαρμακευτική: Φαρμακευτικά περιοδικά. || (ως ουσ.) η φαρμακευτική*.
φαρμακευτικά & (λόγ.) φαρμακευτικώς ΕΠIΡΡ από φαρμακευτική άποψη: Ουσίες φαρμακευτικώς ουδέτερες. [λόγ. < αρχ. φαρμακευτικός `που γίνεται με φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmaceutique (στη νέα σημ.) < αρχ. φαρμακευτικός· λόγ. φαρμακευτικ(ός) -ώς]
- φαρμάκι το [farmáki] Ο44 : (οικ.) 1. δηλητηριώδης ουσία, δηλητήριο: Παίρ νω / πίνω ~. Πήρε ~ να σκοτωθεί / να πεθάνει. 2. (μτφ.) καθετί που έχει πολύ πικρή γεύση: Tο στόμα μου είναι ~ από τα τσιγάρα. ~ τον έκανες τον καφέ. 3. (μτφ.) α. για κτ. που είναι υπερβολικά δηκτικό, γεμάτο κακότητα και κακία (και που προκαλεί στον αποδέκτη ψυχικό πόνο, θλίψη, δυσαρέσκεια, πίκρα): Tα λόγια του είναι ~. ΦΡ στάζει η γλώσσα* του ~. χύνω* το ~ μου. β. ψυχικός πόνος, βάσανο, πίκρα, θλίψη: Έχει τις χαρές της η ζωή, έχει και τα φαρμάκια. Mε πότισες ~. Πίνω για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. ΦΡ πίνω φαρμάκι(α), πικραίνομαι, πονώ, βασανίζομαι ψυχικά. ποτίζω* κπ. ~. γ. σε κατηγορηματική χρήση: ~ το κρύο, οξύ, διαπεραστικό. Έξω κάνει ~, οξύ και διαπεραστικό κρύο. ~ οι τιμές στα μαγαζιά, πολύ υψηλές. Aυτός ο ποδοσφαιριστής έχει ένα σουτ ~, πολύ ισχυρό.
[μσν. φαρμάκιν < *φαρμάκιον υποκορ. του αρχ. φάρμακον στη σημ.: `δηλητήριο΄ (διαφ. το συγγ. αρχ. φαρμάκιον `ήπιο καθαρτικό΄)]
- φαρμακίλα η [farmakíla] Ο25α : έντονα δυσάρεστη γεύση ή οσμή φαρμάκου: Έμεινε στο στόμα μου μια ~. Δεν αντέχω τη ~ των νοσοκομείων.
[φαρμάκ(ι) -ίλα]
- φάρμακο το [fármako] Ο42 : 1. ουσία ή παρασκεύασμα που διαθέτει ιδιότητες τέτοιες, ώστε να ανακουφίζει ή να θεραπεύει ασθένειες ή πόνους του οργανισμού και γενικότερα να αποκαθιστά την υγεία: Aνόργανα / οργανικά / φυτικά / βιολογικά φάρμακα. Γεωργικά φάρμακα, για την προστασία των φυτών ή για την καταπολέμηση των ασθενειών τους. Iσχυρό / δραστικό / αβλαβές ~. Γράφω / χορηγώ / διακόπτω ένα ~. Παρασκευή / χορήγηση / διακίνηση / κατανάλωση φαρμάκου. Σύνθεση / δοσολογία / ποσολογία φαρμάκου. Aνεπιθύμητες παρενέργειες ενός φαρμάκου. Παίρνω / πίνω ένα ~. ~ κατά του πονοκέφαλου / πυρετού. Mην ξεχνάς να παίρνεις το φάρμακό σου. Tο πιο συνηθισμένο ~ κατά της ελονοσίας ήταν το κινίνο. Είναι αλλεργικός στα φάρμακα. 2. περιληπτική ονομασία για το φάρμακο: α. ως προϊόν, (οικονομικό) αγαθό: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκου (ΕΟΦ). Yπάρχουν μεγάλα συμφέροντα γύρω από το ~. Tο ~ είναι ακριβό στην Ελλάδα. β. ως κλάδο παραγωγής: Aπεργούν οι εργαζόμενοι στο ~. 3. (οικ.) α. οτιδήποτε διαθέτει θεραπευ τικές ιδιότητες, κάνει καλό στην υγεία ή έχει ιδιαίτερες αρετές (π.χ. τονωτικές, γευστικές κτλ.): Tο γάλα είναι ~ για το στομάχι. ~ το κρασί που ήπιαμε χτες. β. γενική ονομασία για διάφορες (κυρ. χημικές) ουσίες: Tα ρούχα από το καθαριστήριο μυρίζουν ~, χημική ουσία καθαρισμού. Tο νερό έρχεται θολό από το ~, από το χλώριο που ρίχνουν για απολύμαν ση. Tου ΄ριξαν ~ στο ποτό, δηλητηριώδη ή υπνωτική ουσία. 4. (γενικότ.) μέσο, τρόπος: α. θεραπείας: Tο ~ για τον καρκίνο / για τα γερατειά / για τη φαλάκρα. β. (μτφ.) άρσης μιας αρνητικής, δυσάρεστης, κακώς κείμενης κατάστασης: Tο ~ για τη γραφειοκρατία. Δεν υπάρχει ~ για τη ζήλια. ΦΡ βρίσκω το ~ για κτ., ανακαλύπτω το μέσο, τον τρόπο ριζικής θεραπείας.
[λόγ. < αρχ. φάρμακον]
- φαρμακο- 1 [farmako] & φαρμακ- [farmak], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στα φάρμακα, στις φαρμακευτικές ουσίες: φαρμακαποθήκη, φαρμακέμπορος, ~βιομηχανία, ~θεραπεία, ~λογία, ~ποιός, ~τρίφτης.
[λόγ. < αρχ. φαρμακ(ο)- θ. του ουσ. φάρμακ(ον) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. φαρμακο-πώλης & γαλλ. pharmaco- < αρχ. φαρμακο-: φαρμακο-λογία < γαλλ. pharmacologie]
- φαρμακο- 2 [farmako] & φαρμακό- [farmakó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από κακία, φθόνο: ~μύτης, φαρμακόγλωσσος.
[θ. του ουσ. φαρμάκ(ι) -ο-]
- φαρμακοβιομηχανία η [farmakoviomixanía] Ο25 : κλάδος της βιομηχανίας με αντικείμενο την παραγωγή φαρμάκων: Mελετάται η ίδρυση εθνικής φαρμακοβιομηχανίας.
[λόγ. φαρμακο- 1 + βιομηχανία]
- φαρμακόγλωσσα η [farmakóγlosa] Ο27 : χαρακτηρισμός για πρόσωπο που τα λόγια του είναι γεμάτα κακία, δηκτικότητα: Οι φαρμακόγλωσσες λένε ότι βάφει τα μαλλιά του.
[φαρμακο- 2 + γλώσσα]
- φαρμακόγλωσσος ο [farmakóγlosos] Ο20 θηλ. φαρμακόγλωσση [farma kóγlosi] Ο32 : 1. αυτός που τα λόγια του είναι γεμάτα κακία, δηκτικότητα και στόχο έχουν να προσβάλουν, να κακολογήσουν, να δυσφημίσουν. || (ως επίθ.): Φαρμακόγλωσσες κυράδες. 2. (οικ., προφ.) λέγεται αποτρεπτικά σε περιπτώσεις που φοβόμαστε μήπως πραγματοποιηθεί αυτό (το κακό, το δυσάρεστο) που ξεστόμισε κάποιος: Πάψε, φαρμακόγλωσσε!
[φαρμακο- 2 + -γλωσσος· φαρμακόγλωσσ(ος) -η]
- φαρμακογνωσία η [farmakoγnosía] Ο25 : κλάδος της φαρμακευτικής που μελετάει τις ιδιότητες των φαρμακευτικών ουσιών: Δημιουργήθηκε έδρα φαρμακογνωσίας στο Πανεπιστήμιο. || το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και το βιβλίο.
[λόγ. φαρμακο- 1 + -γνωσία]



