Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ*
1.413 εγγραφές [1201 - 1210]
φυματιώδης -ης -ες [fimatióδis] Ε11 : που αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση: ~ αρθρίτιδα / μηνιγγίτιδα / σπονδυλίτιδα. Φυματιώδες εμπύημα.

[λόγ. φυμάτι(ον), φυματί(ωσις) -ώδης μτφρδ. γαλλ. tuberculeux]

φυματίωση η [fimatíosi] Ο33 : λοιμώδης και μεταδοτική ασθένεια ανθρώπων και ζώων, που οφείλεται σε βακτηρίδιο και προσβάλλει διάφορα όργανα· φθίση: Πνευμονική ~. ~ οστών / εντέρων / λεμφαδένων / νεφρών. Προσβλήθηκε / αρρώστησε / πέθανε από ~.

[λόγ. φυμάτι(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. tuberculose]

φύομαι [fíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (για φυτά) έχω, βρίσκω τις κατάλ ληλες συνθήκες ώστε να φυτρώσω, να ευδοκιμήσω: Φυτά που φύονται σε ξηρά / υγρά / λιμνώδη εδάφη. || φυτρώνω, βλασταίνω.

[λόγ. < αρχ. φύομαι]

φύρα η [fíra] Ο25 : 1. ελάττωση, απώλεια μέρους του όγκου, του βάρους ή της ποσότητας ορισμένων υλικών ή προϊόντων: Tο αλεύρι, όταν γίνεται ψωμί, έχει ~. Tα γλυκά το καλοκαίρι έχουν μεγάλη ~, γιατί χαλάνε εύκολα. Στους βιομηχανικά παραγόμενους χυμούς βάζουν και τις φλούδες των φρούτων, για να μειώσουν τη ~. 2. (μτφ.) μείωση, απώλεια πνευματικής ικανότητας, νοημοσύνης, αντίληψης ή κρίσης: Γέρασε και το μυαλό του έχει πια μεγάλη ~. 3. (μτφ., προφ.) πρόσωπο ή πρόσωπα χωρίς αξία, ικανότητες, αρετές: Όλοι οι καλοί ποδοσφαιριστές έφυγαν από την ομάδα κι έμεινε μόνο η ~. Ο καινούριος υπάλληλος είναι σκέτη ~.

[αρχ. φυρ(ῶ δες φυραίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

φυραίνω [firéno] Ρ7.1α : 1. μειώνομαι σε όγκο ή σε βάρος (ή και στα δύο): Φυραίνει το σιτάρι μετά το άλεσμα. 2. συστέλλομαι, συρρικνώνομαι, μικραίνουν οι διαστάσεις μου: Φύρανε η πόρτα και μπαίνει κρύο. 3. (μτφ.) μειώνεται η πνευματική μου ικανότητα, η αντίληψη ή η κρίση: Γέρασε και φύρανε (το μυαλό του).

[αρχ. φυρ(ῶ) `ανακατεύω αλεύρι και νερό για ζύμωμα΄ (οπότε ελαττώνεται ο όγκος του) μεταπλ. -αίνω]

φύραμα το [fírama] Ο49 : 1. αλεύρι ή άλλο υλικό ζυμωμένο με νερό· ζυμάρι, ζύμη. 2. είδος τροφής για πτηνά: Πωλούνται ζωοτροφές και φυράματα. 3. (μτφ.) το ποιόν, ο χαρακτήρας ενός προσώπου: Έμπλεξε με ανθρώπους του ίδιου φυράματος.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. φύραμα `ζυμάρι΄· 3: σημδ. γαλλ. enzyme = ένζυμο]

φύρδην μίγδην [fírδin míγδin] επίρρ. : σε μεγάλη αταξία, σε πλήρη ακαταστασία, άνω κάτω, ανάκατα: Bιβλία, τετράδια, χαρτιά ριγμένα πάνω στο τραπέζι ~.

[λόγ. < αρχ. φύρδην `σε σύγχυση΄ + ελνστ. μίγδην `ανάκατα, μπερδεμένα΄ (αρχ. μίγδα)]

φυρονεριά η [fironerjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η άμπωτη. ANT φουσκονεριά.

[φυρ(ός) -ο- + νερ(ό) -ιά]

φυρός -ή -ό [firós] Ε1 : 1. που έχει μειωθεί σε όγκο ή σε βάρος (ή και στα δύο). 2. που έχει ζαρώσει, συρρικνωθεί, που μίκρυναν οι διαστάσεις του: Tα σανίδια είναι φυρά, αφήνουν κενά μεταξύ τους. 3. που αφήνει κενό διάστη μα, άνοιγμα, χαραμάδα: Άσε την πόρτα φυρή. 4. (μτφ.) που έχουν μειωθεί οι πνευματικές του ικανότητες, η αντίληψη, η κρίση του: Φυρό μυα λό. Ο καημένος είναι λίγο ~.

[αρχ. φυρ(ῶ δες στο φυραίνω) -ός (αναδρ. σχημ.)]

φυσαλίδα η [fisalíδa] Ο26 : 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό, που με τη μορφή σφαιριδίου ανεβαίνει προς την επιφάνεια· φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.) κύστη γεμάτη διαυγές υγρό, που σχηματίζεται επάνω στο δέρμα από έγκαυμα ή από κάποια (δερματική) ασθένεια· φουσκάλα, φλύκταινα.

[λόγ. < ελνστ. φυσαλλίς, αιτ. -ίδα (& γραφή φυσαλίς), αρχ. σημ.: `είδος φλογέρας΄]

< Προηγούμενο   1... 119 120 [121] 122 123 ...142   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες