Dictionary of Standard Modern Greek
| 891 items total [821 - 830] | << First < Previous Next > Last >> |
- υστερόγραφος -η -ο [isteróγrafos] Ε5 : για κείμενο που προστίθεται στο τέλος ενός κειμένου, μετά το κλείσιμο μιας επιστολής κτλ.: Yστερόγραφη παρατήρηση. Yστερόγραφο σημείωμα. || (συνήθ. ως ουσ.) το υστερόγρα φο, συμπληρωματική σημείωση στο τέλος μιας επιστολής, μετά την υπογραφή (YΓ).
[λόγ. επίθ. < υστερόγραφον το < υστερο- + γράφ(ω) -ον μτφρδ. νλατ. post-scriptum]
- υστεροελλαδικός -ή -ό [isteroelaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) υστεροελλαδική περίοδος, η (τελευταία) περίοδος της χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα από το 1550 ως το 1100 π.X. περίπου. || που ανήκει ή αναφέρεται στην υστεροελλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός, ο μυκηναϊκός.
[λόγ. υστερο- + ελλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) late Helladic]
- υστεροκυκλαδικός -ή -ό [isterokiklaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) υστεροκυκλαδική περίοδος, η τρίτη φάση του κυκλαδικού πολιτισμού, η (τελευταία) περίοδος της χαλκοκρατίας στις Kυκλάδες από το 1600 ως το 1100 π.X. περίπου. || που ανήκει ή αναφέρεται στην υστεροκυκλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός.
[λόγ. υστερο- + κυκλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) late Cycladic]
- υστερολατινικός -ή -ό [isterolatinikós] Ε1 : (γλωσσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη λατινική γλώσσα όπως μιλιόταν από τον 3ο ως τον 6ο αι. μ.X.: Yστερολατινικές λέξεις. || (ως ουσ.) η υστερολατινική, τα υστερολατινικά, η λατινική γλώσσα όπως μιλιόταν από τον 3ο αι. μ.X. ως τον 6ο.
[λόγ. υστερο- + λατινικός μτφρδ. γερμ. Spätlatein]
- υστερολογία η [isterolojía] Ο25 : αυτό που λέγεται από τον ομιλητή μετά το τέλος ενός λόγου, μιας συζήτησης, ως συμπλήρωμα των όσων έχουν ήδη λεχθεί.
[λόγ. < ελνστ. ὑστερολογία `σχήμα πρωθύστερο΄ (παρερμηνεία της σημ. της λ. κατά το δευτερολογία)]
- υστερολογώ [isteroloγó] Ρ10.9α : (επίσ.) συμπληρώνω ως υστερολογία.
[λόγ. υστερολογ(ία) -ώ κατά το δευτερολογώ]
- υστερομινωικός -ή -ό [isterominoikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) υστερομινωική περίοδος, η τρίτη φάση του μινωικού πολιτισμού, η (τελευταία) περίοδος της χαλκοκρατίας στην Kρήτη από το 1500 ως το 1100 π.X. περίπου. || που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερομινωική περίοδο: ~ πολιτισμός. Yστερομινωικά αγγεία.
[λόγ. υστερο- + μινωικός μτφρδ. αγγλ.(;) late Minoan]
- ύστερος -η -ο [ísteros] Ε5 : 1.(λόγ.) που ακολουθεί, κατοπινός, επόμενος: Ύστερη σκέψη. Σε υστερότερους χρόνους. (έκφρ.) εκ των υστέρων, κατόπιν, αφού συμβεί ή πραγματοποιηθεί κτ. ANT εκ των προτέρων: Εκ των υστέρων είναι εύκολο να κάνεις κριτική. 2. (λογοτ.) τελευταίος, στερνός: Tο ύστερο φιλί.
ύστερα* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὕστερος]
- υστερότοκος -η -ο [isterótokos] Ε5 : για το παιδί που γεννήθηκε τελευταίο στη σειρά σε σχέση με τα άλλα αδέλφια του. || (ως ουσ.) ο υστερότοκος, το στερνοπαίδι.
[λόγ. < μσν. υστερότοκος < υστερο- + αρχ. τόκ(ος) `γέννα΄ -ος κατά το πρωτότοκος]
- υστεροφημία η [isterofimía] Ο25 : η καλή φήμη που συνοδεύει κπ. μετά το θάνατό του: Φροντίζει για την ~ του. Tο σημαντικό επιστημονικό του έργο τού εξασφάλισε την ~.
[λόγ. < ελνστ. ὑστεροφημία]



