Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τουρκ.
905 εγγραφές [761 - 770]
τσαλί το [tsalí] Ο43 : (οικ.) ξερό χαμόκλαδο.

[τουρκ. çalι]

τσαλίμι το [tsalími] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1. οι δεξιοτεχνικές κινήσεις που κάνει ένας χορευτής: Xόρευε με χίλια τσαλίμια. 2. (μτφ., οικ.) καμώματα, πονηριές: Πολλά τσαλίμια μάς κάνει το κορίτσι. τσαλιμάκι το YΠΟKΟΡ: Όλο τσαλιμάκια είναι η κοπελιά.

[τουρκ. çalιm ]

τσαμπάσης ο [tsambásis] Ο11 : (λαϊκότρ.) ζωέμπορος, κυρίως αλόγων.

[τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]

τσαμπουκαλής ο [tsabukalís] Ο8 θηλ. τσαμπουκαλού [tsabukalú] Ο37 : (λαϊκ.) άνθρωπος καβγατζής και προκλητικός.

[τουρκ. çabukalι -ς· τσαμουκαλ(ής) -ού]

τσαμπουκάς ο [tsabukás] Ο1 : (λαϊκ.) 1. καβγάς, φασαρία: Tσαμπουκά γυρεύεις, φίλε; 2. μάγκικη συμπεριφορά· νταηλίκι. ΦΡ του σπάω τον τσαμπουκά, τον κάνω να χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, του σπάω το ηθικό.

[τουρκ. çabuka `που έχει καταδικαστεί ξανά΄ < sabιka `προηγούμενη καταδίκη΄]

τσανάκι το [tsanáki] Ο44 : 1. μικρή τσανάκα συνήθ. στη ΦΡ χωρίζουν τα τσανάκια τους, για άτομα που σταματούν να συνεργάζονται και διαχωρίζουν τις ευθύνες τους ή για ζευγάρι που χωρίζει. 2. (μτφ., λαϊκ.) για άνθρωπο με κακή φήμη: Είναι ένα παστρικό ~ αυτός!

[τουρκ. çanak ]

τσάντα η [tsánda] Ο25 : αντικείμενο από δέρμα, από ύφασμα ή από άλλο υλικό, συνήθ. κλειστό από τις τρεις πλευρές και ανοιχτό από πάνω, που το κρατούν στο χέρι ή το κρεμούν στον ώμο για να μεταφέρουν διάφορα πράγματα. α. Γυναικεία ~, για μικροαντικείμενα. β. μαθητική ~, για βιβλία και τετράδια· σάκα. γ. για έγγραφα, φακέλους κτλ.· χαρτοφύλακας. δ. ~ για ψώνια, σακούλα. ε. εκδρομική / ταξιδιωτική ~, σακίδιο. τσαντούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. α, β, δ, ε. τσαντάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή γυναικεία τσάντα. β. μικρή δερμάτινη θήκη που την κρατούν οι άντρες.

[τουρκ. çanta· τσάντ(α) -ούλα]

τσαντίρι το [tsandíri] Ο44 : αντίσκηνο, κυρίως όταν μένουν σ΄ αυτό τσιγγάνοι. || (επέκτ.) φτωχόσπιτο φτιαγμένο με πρόχειρα υλικά, π.χ. με λαμαρίνες, ξύλα κτλ. τσαντιράκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. çadιr ]

τσαούσης ο [tsaúsis] Ο11 θηλ. τσαούσα [tsaúsa] Ο25α στη σημ. 2 : 1. βαθμός υπαξιωματικού του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο πεισματάρη, απαιτητικό και δυναμικό: Aυτή η μικρή είναι μια τσαούσα!

[μσν. τσαούσης < τουρκ. çavus -ης (χαλαρή άρθρ. του μεσοφ. [v] στα τουρκ.)· τσαούσ(ης) -α]

τσαπατσούλης -α -ικο [tsapatsúlis] Ε9 : αυτός που δουλεύει χωρίς τάξη, σύστημα και καθαριότητα: Ο Γιάννης είναι πολύ ~. Tσαπατσούλα, τακτοποίησε τα πράγματά σου! Tι τσαπατσούλικο παιδί είσαι εσύ!

[τουρκ. çapaçul -ης]

< Προηγούμενο   1... 75 76 [77] 78 79 ...91   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες