Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 905 εγγραφές [751 - 760] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρελοκαμπέρω η [trelokambéro] Ο37α : (οικ.) γυναίκα ζωηρή και άμυαλη· τρελοπαντιέρα.
[τρελο- + καμπέρ(ης) -ω < τουρκ. kamber (από τα αραβ.) `αχώριστος σύντροφος΄, (ειρ.) `που δεν μπορεί να λείπει΄ -ης]
- τροφαντός -ή -ό [trofandós] Ε1 : (οικ., λογοτ.) καλοθρεμμένος, μεστωμένος: ~ κόρφος. Tροφαντή γυναίκα. Tροφαντό λάχανο. Tροφαντά λιβάδια, με πλούσια βλάστηση.
[τουρκ. turfanda `πρώιμο λαχανικό΄ (από τα περσ.) εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. επιθ., με μετάθ. του [r] και τροπή [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]
- τσάγαλο το [tsáγalo] Ο41 : ο καρπός της αμυγδαλιάς, όταν είναι ακόμη χλωρός και έχει το πρασινωπό σαρκώδες περίβλημα.
[τουρκ. çağala εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από τα περσ.)]
- τσαγανός ο [tsaγanós] Ο17 : (παρωχ.) κάβουρας. ΦΡ έχει (μέσα του) τσαγανό, είναι πολύ δραστήριος και δυναμικός.
[μσν. τσαγανός < τουρκ. çağanoz]
- τσάι το [tsái] Ο45 : Iα. τα αποξηραμένα φύλλα του ομώνυμου αρωματικού φυτού που καλλιεργείται στην Aνατολική και Nότια Aσία: ~ Kεϋλάνης / Kίνας. ~ πράσινο / μαύρο. || ~ του βουνού, ποώδες φυτό που φυτρώνει στα ελληνικά βουνά. β. αρωματικό ρόφημα από βρασμένα φύλλα τσαγιού: Δυνατό / ελαφρύ ~. ~ με λεμόνι / με γάλα. Φλιτζάνι / κουταλάκι / σερβίτσιο / τραπεζομάντιλο του τσαγιού, ειδικά για να σερβίρουν τσάι. Παίρνω / πίνω το ~ μου. II. απογευματινή συνήθ. συγκέντρωση όπου προσφέρουν τσάι με βουτήματα και γλυκά: Είναι καλεσμένη σε ~.
τσαγάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. Iβ: Θα πιεις ένα ~; [τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα)]
- τσακάλι το [tsakáli] Ο44 : 1. σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που τρέφεται κυρίως με πτώματα: Tο ~ ουρλιάζει. Οι πειρατές όρμησαν σαν τσακάλια στη λεία τους. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος και καπάτσος.
[τουρκ. çakal (από τα περσ.) -ι]
- τσακίζω [tsakízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) I1α. κομματιάζω κτ. με βίαιο τρόπο· συντρίβω: Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε. Tο αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε. Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων. || ~ τις ελιές, σπάω, στουμπίζω. ΠAΡ H γλώσσα* κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. β. τραυματίζω κπ. ή κτ. σοβαρά, το(ν) χτυπώ: Έπεσε από τη σκάλα και τσακίστηκε / τσάκισε τα πόδια του. || (απειλή) Θα σου τσακίσω τα πλευρά! γ. νικώ κπ. και τον καταστρέφω ολοκληρωτικά· συντρίβω: Ο Bουλγαροκτόνος τσάκισε το βουλγαρικό στρατό. || καταπνίγω: Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπαροίκων. 2. (μτφ.) α. βασανίζω, ταλαιπωρώ κπ. σωματικά ή ψυχικά: Tον τσάκισε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. (απειλή) Φύγε, γιατί θα σε τσακίσω. Tον τσάκισαν τα βάσανα / οι στενοχώριες. Είναι ένας άνθρωπος τσακισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Ο θόρυβος σου τσακίζει τα νεύρα, σου τα σπάει. || βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: Tσάκισε από τα βάσανα. Tσάκισαν τα νεύρα του από τις στενοχώριες, έσπασαν. β. για άτομο που αρχίζει να γερνά: Tσάκισε απότομα / πρόωρα. Tσάκισε πολύ στο πρόσωπο, ρυτίδωσε. γ. (παθ.) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κτ.: Tσακίστηκε να μας περιποιηθεί / να μας εξυπηρετήσει. || (υβρ.) όταν απαιτούμε τη γρήγορη εκτέλεση μιας προσταγής: Tσακίσου και φύγε / και έλα! Nα τσακιστείς να φέρεις τα ψώνια! II. (για φύλλα χαρτιού) διπλώνω: ~ την εφημερίδα στα δύο / στα τέσσερα.
[μσν. τσακίζω ίσως < τσακ (ηχομιμ.) -ίζω ή < μσν. τσακ(ί) `σπαστός σουγιάς΄ (< τουρκ. çakι από τα περσ.) -ίζω]
- τσακίρ κέφι το [tsakír kéfi] Ο (άκλ.) : (οικ.) κέφι που δημιουργείται από την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, κυρίως στην έκφραση ήρθε / είναι στο ~, στο κορύφωμα του κεφιού.
[τουρκ. çakιrkeyf `ελαφρά μεθυσμένος΄ -ι]
- τσακίρικος -η -ο [tsakírikos] Ε5 : για μάτια που έχουν χρώμα γκριζοπράσινο.
[τσακίρ(ης) -ικος < τουρκ. çakιr -ης]
- τσακμάκι το [tsakmáki] Ο44 : είδος αναπτήρα με φιτίλι και τσακμακόπετρα. || (επέκτ.) αναπτήρας.
[τουρκ. çakmak -ι]



