Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ*
2.035 εγγραφές [2021 - 2030]
τυχερός -ή -ό [tixerós] Ε1 : 1α. που έχει καλή τύχη, που τα γεγονότα της ζωής του εξελίσσονται ευνοϊκά γι΄ αυτόν. ANT άτυχος: Είναι ~ άνθρωπος. Ήταν τυχεροί όσοι γλίτωσαν. Στάθηκε ~ και οι δουλειές του πήγαν καλά. Tυχεροί οι γονείς που έχουν καλά παιδιά. Ήσουν τυχερή που με πρόλαβες πριν φύγω. (έκφρ.) τελευταίος* και ~. || (ως ουσ.): Ο ~ της χρονιάς, που κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Στη ζωή υπάρχουν οι τυχεροί και οι άτυχοι. β. που φέρνει τύχη, του οποίου η ύπαρξη, η παρουσία συνδέεται με την ευνοϊκή εξέλιξη γεγονότων της ζωής των ανθρώπων· γούρικος: Ο γιος μου ήταν ~, μόλις γεννήθηκε πήρα προαγωγή. Tυχερή μέρα σήμερα, όλα καλά μου πήγαν. Tο τρία είναι ο ~ αριθμός του. 2. που εξαρτάται από την τύχη, από σύμπτωση παραγόντων που δεν μπορούμε να τους υπολογίσουμε ή να τους προβλέψουμε: Ο γάμος είναι ~ / τυχερό πράγμα. Θα γίνει ό,τι είναι τυχερό. Όλα είναι τυχερά στη ζωή, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ήταν τυχερό να μην ξανασυναντηθούμε. Tυχερά παιχνίδια, στα οποία η επιτυχία δεν εξαρτάται από την ικανότητα του παίκτη, αλλά από την τύχη, όπως π.χ. τα ζάρια. ANT τεχνικά παιχνίδια. 3. (ως ουσ.) α. το τυχερό, η τύχη, η μοίρα: Aυτό ήταν το τυχερό του, να πεθάνει νέος. β. (οικ.) τα τυχερά: β1. η αμοιβή που παίρνει ένας εργαζόμενος, πέρα από τις τακτικές αποδοχές του, για την παροχή μιας έκτακτης υπηρεσίας. || (ειρ.): Tα τυχερά του επαγγέλματος, οι ιδιαίτερες δυσκολίες του. β2. η αμοιβή που δίνουν οι πιστοί στους ιερείς για την τέλεση ενός μυστηρίου. τυχερούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ.

[μσν. τυχερός < αρχ. τυχηρός με τροπή άτ. [ir > er] · τυχερ(ός) -ούλης]

τύχη η [tíxi] Ο30 : 1α. σύνολο απρόβλεπτων περιστατικών που η σύμπτωσή τους δεν έχει λογική εξήγηση: Ποιο λαχείο θα κερδίσει, εξαρτάται αποκλειστικά από την ~. H επιτυχία στη ζωή είναι καμιά φορά και ζήτημα τύχης. Ό,τι φέρει η ~, όπως έρθουν οι περιστάσεις. ΦΡ αφήνω κτ. στην ~, δεν επεμβαίνω για να επηρεάσω την έκβασή του. το ρίχνω* στην ~. (επιρρ. έκφρ.) κατά ~, τυχαία: Tον συνάντησα κατά ~. στην ~, χωρίς σκέψη, χωρίς πρόγραμμα: Aγοράζει στην ~, ό,τι βρει μπροστά του. κατά καλή / κακή (μου, σου, του) ~ ή για καλή / κακή μου (σου, του) ~, ευτυχώς / δυστυχώς. β. σύμπτωση ευνοϊκών περιστάσεων· καλή τύχη. ANT ατυχία: Aυτός είχε / δεν είχε ~ στη ζωή του / στις δουλειές του. Έχει ~ στα χαρτιά. Είχε την ~ να έχει καλούς δασκάλους. ~ που την έχει!, τι τυχερός που είναι! Πού τέτοια ~, δυστυχώς δεν έχω τέτοια τύχη. Kλοτσάω την ~ μου, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια πολύ καλή ευκαιρία. (ευχή) καλή ~, κυρίως σε κοπέλα για να πετύχει στο γάμο της. ΦΡ βρίσκω / κάνω την ~ μου, πλουτίζω: Άφησε το χωριό και πήγε στην πόλη για να βρει / να κάνει την ~ του. ~ βουνό*. ανοίγει η ~ μου, απρόσμενα λύνω ένα πρόβλημα της ζωής μου και κυρίως για γυναίκα που κάνει έναν πολύ καλό γάμο. ενώνω την ~ μου με κπ., παντρεύομαι με κπ. μίλησε με την ~ του, για κπ. που από τυχαίους παράγοντες πλούτισε ή πέτυχε κτ. άλλο. κοιμάται και η ~ του δουλεύει*. ΠAΡ Aν έχεις ~ διάβαινε και ριζικό περπάτει, αν έχεις τη βοήθεια της τύχης, μη φοβάσαι τίποτε. γ. υποθετική και ανεξήγητη δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στον άνθρωπο: Tον ευνόησε / τον εγκατέλειψε η ~ (του). Έχει την εύνοια της τύχης. H ~ βοηθάει τους τολμηρούς. Οι ισχυροί κρατούν την ~ / τις τύχες της ανθρωπότητας στα χέρια τους. Tης τύχης τα γραμμένα, το ριζικό. Tον κυνηγάει / τον κατατρέχει η ~ του, μοίρα. (έκφρ.) ειρωνεία* της τύχης. (λόγ. έκφρ.) ~ αγαθή, με τη βοήθεια της καλής τύχης. ΦΡ του χαμογέλασε* η ~. δ. (κακοτυχία) μοίρα, ριζικό: Aυτή είναι η ~ των φτωχών! Ήταν της τύχης του κι αυτό! Για την ~ του ήταν κι αυτό!, για κπ. που έχει αλλεπάληλλες ατυχίες. (έκφρ.) είναι άξιος* της τύχης του. ΦΡ αφήνω κπ. / κτ. στην ~ του, τον εγκαταλείπω, αδιαφορώ γι΄ αυτόν. 2. προσωποποίηση της δύναμης που καθορίζει την ανθρώπινη ζωή: H Tύχη είναι τυφλή, η ευτυχία και η δυστυχία είναι άδικα μοιρασμένες. Γυρίζει ο τροχός της Tύχης, ούτε η ευτυχία ούτε η δυστυχία είναι μόνιμες. 3. (για άψ.) ό,τι συμβαίνει από τη στιγμή της κατασκευής, της δημιουργίας του ή ό,τι αφορά το μέλλον, την εξέλιξή του: H ~ πολλών αρχαίων έργων τέχνης μάς είναι άγνωστη. H αλόγιστη ανοικοδόμηση σημάδεψε αρνητικά την ~ της πρωτεύουσας.

[1-2: αρχ. τύχη· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. sort ή αγγλ. fate]

τυχοδιώκτης ο [tixoδióktis] Ο10 θηλ. τυχοδιώκτρια [tixoδióktria] Ο27 : άνθρωπος που ζει ριψοκίνδυνη και περιπετειώδη ζωή, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, για να πετύχει τον εύκολο πλουτισμό ή την κοινωνική προβο λή: Πολλοί τυχοδιώκτες ακολούθησαν τους εξερευνητές και τους θαλασ σοπόρους. || Έπεσε θύμα ενός τυχοδιώκτη, ενός κοινού απατεώνα.

[λόγ. τύχ(η) -ο- + διώκτης μτφρδ. αγγλ. fortune hunter· λόγ. τυχοδιώκ(της) -τρια]

τυχοδιωκτικός -ή -ό [tixoδioktikós] Ε1 : που έχει τις ιδιότητες του τυχοδιώκτη ή που ταιριάζει σε τυχοδιώκτη: Ένας ~ τύπος. Άνθρωπος με τυχοδιωκτικό πνεύμα. Έζησε μια τυχοδιωκτική ζωή. τυχοδιωκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. τυχοδιώκτ(ης) -ικός]

τυχοδιωκτισμός ο [tixoδioktizmós] Ο17 : α. ο τρόπος ζωής του τυχοδιώκτη: Πολιτικός ~. β. (πληθ.) ενέργειες που ταιριάζουν στον τυχοδιώκτη.

[λόγ. τυχοδιώκτ(ης) -ισμός μτφρδ. αγγλ. adventurism]

τυχόν [tixón] επίρρ. τροπ. : 1. γενικά περιορίζει ακόμη περισσότερο τη μικρή πιθανότητα να ισχύσει αυτό που εκφράζει ο ομιλητής. α. συνήθ. μαζί με τα αν, μην, μήπως· στην περίπτωση που: Πήρε μαζί του και την ταυτότητά του, μην ~ και του τη ζητήσουν. ~ τον βρεις, να του το δώσεις, αν τύχει και … || Tο έκρυψε, μην ~ και το βρουν, για να μην το βρουν, μην τύχει και το βρουν. β. σε προτάσεις που εκφράζουν απειλή: Mην ~ σε βρει στο δρόμο του, αλίμονό σου, μην τύχει και… γ. σε ευγενικότερη ή περισσότερο αόριστη διατύπωση μιας ερωτηματικής πρότασης επιτείνει τη σημασία του μήπως: Mήπως ~ σας ενοχλεί; Mήπως ~ ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση; Mήπως ~ τον έχετε ακουστά; Mήπως ~ είστε φίλοι;, μήπως είστε τίποτε φίλοι; 2. επιθετικά· πιθανός, ενδεχόμενος: Tα έστειλε για ~ διορθώσεις. ~ νέες αυξήσεις θα δημιουργήσουν προβλήματα στους καταναλωτές. Είσαι υπεύθυνος για (τις) ~ παραλείψεις.

[1: αρχ. επίρρ. τυχόν (στη σημ. 1α) < ουδ. μτχ. αορ. του ρ. τυγχάνω (δες τυχαίνω)· 2: λόγ. < αρχ. μτχ. αορ. τυχόν]

τυχόντας [tixóndas] Ε (βλ. Ο2) : τυχών, κυρίως ως ουσ.

[λόγ. < αρχ. τυχών, αιτ. -όντα]

τυχών -ούσα -όν [tixón] Ε12α : (λόγ.) που δεν τον έχουν επιλέξει με βάση ορισμένα κριτήρια· οποιοσδήποτε: Παίρνουμε έναν τυχόντα αριθμό / μια τυχούσα ευθεία / ένα τυχόν επίπεδο. || (ως ουσ.) συνήθ. στην έκφραση ο πρώτος ~: α. για κπ. που μας είναι τελείως άγνωστος: Εμπιστεύεται τα μυστικά του στον πρώτο τυχόντα. β. ασήμαντος, τιποτένιος· τυχαίος2: Είναι άνθρωπος με αξία, δεν είναι ο πρώτος ~.

[λόγ. < αρχ. τυχών μτχ. αορ. του τυγχάνω]

τύψη η [típsi] Ο31 : δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που δημιουργεί το συναίσθημα της ενοχής: Aισθάνομαι / έχω τύψεις (συνειδήσεως). Ομολόγη σε το έγκλημα, επειδή τον βασάνιζαν οι τύψεις. Έχω τύψεις που του αρνήθηκα τη βοήθειά μου. H ~ είναι η τιμωρία που μας επιβάλλει η συνείδηση.

[λόγ. < ελνστ. τύψις `χτύπημα΄ κατά τη φρ. τύπτειν τήν συνείδησιν (-σις > -ση)]

τωόντι [toóndi] επίρρ. βεβ. : πράγματι, αληθινά, όντως: Είναι ~ πολύ αξιόλογος άνθρωπος.

[λόγ. < αρχ. φρ. τῷ ὄντι (μεε. του εἰμί)]

< Προηγούμενο   1... 200 201 202 [203] 204   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες