Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.203 εγγραφές [1191 - 1200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οχυρός -ή -ό [oxirós] Ε1 : (για τόπο, πόλη κτλ.) που είναι διαμορφωμένος φυσικά ή τεχνητά έτσι, ώστε να έχει αυξημένη αμυντική ικανότητα: Tα στενά των Tεμπών, μια φύσει οχυρή τοποθεσία. Οι Ρωμαίοι διέθεταν πολιορκητικές μηχανές για την κατάληψη οχυρών πόλεων. || (ως ουσ.) το οχυρό*.
[λόγ. < αρχ. ὀχυρός]
- οχύρωμα το [oxíroma] Ο49 : (στρατ.) 1. (σπάν.) η ενέργεια του οχυρώνω· οχύρωση1. 2. το αποτέλεσμα του οχυρώνω, και ιδίως κάθε έργο που αυξάνει την αμυντική ικανότητα ενός τόπου: Οι νικητές Σπαρτιάτες υποχρέωσαν τους Aθηναίους να καταστρέψουν τα τείχη και τα άλλα οχυρώματα της Aθήνας.
[λόγ. < αρχ. ὀχύρωμα (στη σημ. 2)]
- οχυρωματικός -ή -ό [oxiromatikós] Ε1 : (στρατ.) που αναφέρεται σε οχύρωμα ή που χρησιμοποιείται για οχύρωση: Οχυρωματικά έργα, το σύνολο των τεχνικών έργων που αυξάνουν την αμυντική ικανότητα ενός τόπου: Kατασκευή οχυρωματικών έργων για την άμυνα της χώρας.
[λόγ. οχυρωματ- (οχύρωμα) -ικός]
- οχυρώνω [oxiróno] -ομαι Ρ1 : 1. (στρατ.) αυξάνω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου (περιοχής, πόλης, θέσης κτλ.) με την κατασκευή τεχνικών έργων και τον εφοδιασμό του με το υλικό που απαιτείται για την απόκρου ση μιας εχθρικής επίθεσης: ~ τα σύνορα της χώρας / το λιμάνι. Ο Θεμιστοκλής οχύρωσε την Aθήνα με τείχη και την έκανε απόρθητη. 2. (παθ., για πρόσ.) α. (στρατ.) δημιουργώ οχύρωση2, συνήθ. προσωρινή, στη θέση που κατέχω για να αντιμετωπίσω κπ.: Οι στρατιώτες κυρίευσαν το λόφο και οχυρώθηκαν στην κορυφή του. Οι διαδηλωτές οχυρώθηκαν με πρόχειρα οδοφράγματα. β. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ. ως επιχείρημα ή πρόσχη μα: H κυβέρνηση, οχυρωμένη πίσω από τη νομοθετημένη εισοδηματική πολιτική, απαγορεύει κάθε αύξηση των μισθών.
[λόγ. < ελνστ. ὀχυρ(ῶ) -ώνω (αρχ. ὀχυροῦμαι)]
- οχύρωση η [oxírosi] Ο33 : η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του οχυρώνω. 1. η αύξηση της αμυντικής ικανότητας ενός τόπου με την κατασκευή τεχνικών έργων και τον εφοδιασμό του με το υλικό που απαιτείται για την απόκρουση μιας εχθρικής επίθεσης: H ~ των συνόρων της χώρας. 2. το σύνολο των έργων που αυξάνουν την αμυντική ικανότητα ενός τόπου: Mόνιμη / προσωρινή / αυτοσχέδια ~ μιας θέσης. || (πληθ.) τα οχυρωματικά έργα: Kαταστροφή των οχυρώσεων μιας πόλης.
[λόγ. < ελνστ. ὀχύρω(σις) -ση]
- οχυρωτικός -ή -ό [oxirotikós] Ε1 : (στρατ.) που αναφέρεται στην οχύρω ση: Οχυρωτική τέχνη και ως ουσ. η οχυρωτική, κλάδος της πολεμικής τέχνης που αφορά τα οχυρωματικά έργα.
[λόγ. < ελνστ. ὀχυρωτικός `που δυναμώνει΄ κατά τη σημ. της λ. οχυρώνω]
- όψη η [ópsi] Ο31 : I. η ενέργεια του βλέπω κυρίως στις εκφράσεις εκ πρώτης όψεως, με βάση την πρώτη εντύπωση, χωρίς προσεκτική παρατήρηση ή εξέταση. (λόγ.) (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ όψεως, τον γνωρίζω, γιατί τον έχω δει, αλλά δεν έχω μιλήσει μαζί του. || (οικον.) (Tραπεζικός) λογαρια σμός όψεως, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρημάτων, όποτε θέλει. ANT λογαριασμός προθεσμίας. || (αεροναυτ.) Πτή ση* όψεως. II1α. το τμήμα ενός υλικού αντικειμένου που φαίνεται και ιδίως η επιφάνειά του: Xειρόγραφο σε πάπυρο γραμμένο από τη μία μό νο ~. H μπροστινή ~ ενός αντικειμένου, ιδίως κτιρίου, πρόσοψη, φάτσα. H καλή ~ ενός υφάσματος. ANT η ανάποδη. Οι δύο όψεις ενός νομίσματος. ΦΡ η άλλη ~ του νομίσματος*. οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος*. β. το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του: Ωχρή / άγρια / θλιμμένη / φοβισμένη / κουρασμένη / ταλαιπωρημένη ~. Δεν έχει καλή ~, λόγω αρρώστιας. 2. η μορφή, η εμφάνιση, η εικόνα ενός πράγματος και ιδίως: α. το σύνολο των χαρακτηριστικών του, αισθητών ή και νοητών: Άλλαξε η ~ του κόσμου μετά τον τελευταίο πόλεμο. Παραθεριστικές περιοχές που παρουσιάζουν ~ αστικού κέντρου. β. κάθε επί μέρους χαρακτηριστικό ή ομάδα χαρακτηριστικών που συγκροτούν το παραπάνω σύνολο: H νυχτερινή / η καλοκαιρινή ~ μιας πόλης. Οι διάφορες όψεις του συζητούμενου θέματος.
[λόγ. < αρχ. ὄψις (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. aspect, face]
- οψιανός ο [opsianós] & οψιδιανός ο [opsiδianós] Ο17 : (ορυκτ.) ονομασία ηφαιστειογενών πετρωμάτων με σκληρή υφή και σκούρο χρώμα: Nεολιθικά εργαλεία και όπλα καμωμένα από οψιανό.
[λόγ. < ελνστ. ὀψιανός λίθος < λατ. obsianus· λόγ. < γαλλ. obsidian(e) -ός < λατ. obsidianus παραλλαγή της λ. obsianus]
- οψιμάθεια η [opsimáθia] Ο27 : (λόγ.) η απόκτηση γνώσεων σε προχωρημένη ηλικία.
[λόγ. οψι(μαθής) -μάθεια (πρβ. ελνστ. ὀψιμαθία ίδ. σημ.)]
- οψιμαθής -ής -ές [opsimaθís] Ε10 : (λόγ.) που απέκτησε γνώσεις, που μορφώθηκε σε προχωρημένη ηλικία.
[λόγ. < αρχ. ὀψιμαθής]



