Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.203 εγγραφές [1181 - 1190]
οχτάρι το [oxtári] Ο44 : σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα οχτώ. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό οχτώ και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα οχτάρια. 4. παραπάτημα σε σχήμα περίπου ζικ ζακ: Πώς λες ότι δεν είσαι μεθυσμένος, αφού, όταν περπατάς, κάνεις οχτάρια; οχταράκι το YΠΟKΟΡ.

[οχτ(ώ) -άρι]

οχτασέλιδος -η -ο [oxtaséliδos] & οκτασέλιδος -η -ο [oktaséliδos] Ε5 : που αποτελείται από οχτώ σελίδες: Οχτασέλιδη εφημερίδα. || (ως ουσ., τυπ.) το οχτασέλιδο, το ένα δεύτερο του τυπογραφικού φύλλου.

[λόγ. < μσν. οκτασέλιδος < οκτα- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

οχτιά η [oxtxá] Ο24 : (λογοτ.) η όχθη.

[όχτ(ος) -ιά]

όχτος ο [óxtos] Ο18 : (λαϊκότρ.) 1. η όχθη. 2. για κάθε προεξοχή του εδάφους, ιδίως μικρή, που μοιάζει με όχθη ποταμού.

[αρχ. ὄχθος με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] ]

οχτρεύομαι [oxtrévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.) : (λογοτ.) εχθρεύομαι.

[μέσο του μσν. οχτρεύω < ελνστ. ἐχθρεύω με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] και τροπή [e > o] κατά το εχτρός > οχτρός]

όχτρητα η [óxtrita] Ο27α : (λογοτ.) η έχθρα.

[μσν. όχθρητα με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] < έχθρητα (τροπή [e > o] κατά το εχτρός > οχτρός) < αρχ. ἔχθρ(α) -ητα αναλ. προς το μάνητα]

οχτρός ο [oxtrós] Ο17 : (λογοτ.) ο εχθρός.

[μσν. οχτρός < οχθρός με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] < αρχ. ἐχθρός με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ]

οχτώ [oxtó] & οκτώ [októ] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από οχτώ (8) μονάδες: ~ μονάδες / δεκάδες / εκατοντάδες / χιλιάδες / εκατομμύρια / δισεκατομμύρια. ~ χρόνια / μήνες / ημέρες. Tα ~ πλοκάμια του χταποδιού. || αντί του τακτικού όγδοος: Aνοίξτε στη σελί δα ~, στην όγδοη σελίδα. Στις ~ του μηνός, την όγδοη ημέρα του μήνα. (έκφρ.) (σαν) σήμερα* ~. από σήμερα* ~. 2. (ως ουσ.) το οχτώ: α. ο αριθμός οχτώ και το σύμβολό του: Εφτά κι ένα κάνουν ~. Ελληνικό / λατινι κό / αραβικό ~. Δεν μπορεί να γράψει το ~. || ως ένδειξη βαθμολογίας: Έγραψε για / πήρε ~ στα μαθηματικά. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει οχτώ σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθ μό οχτώ: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο οχτώ. δ. το ~ (΄08), αντί 1908: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία οχτώ (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[αρχ. ὀκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ. στο οχτώ]

οχτωήχι το [oxtoíxi] Ο40 : (λαϊκότρ.) η οκτώηχος.

[< οκτώηχ(ος) υποκορ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

οχυρό το [oxiró] Ο38 : α. οχυρωματικό έργο που είναι περίκλειστο, βασικό για την άμυνα της περιοχής στην οποία βρίσκεται: Aντιστέκεται / παραδίνεται ένα ~. Tα οχυρά του Ρούπελ. β. (μτφ.) γι΄ αυτόν που αντιστέκεται στην πιεστική επιθυμία, συνήθ. ερωτική, κάποιου. γ. (μτφ.) για ομάδα ανθρώπων, οργάνωση κτλ., η οποία συνεχίζει, επιμένει να δέχεται και να υποστηρίζει μια ιδέα, ιδεολογία, πνευματική κίνηση κτλ.: H εκκλησία σήμερα είναι το τελευταίο ~ της καθαρεύουσας.

[λόγ. εν. < αρχ. τά ὀχυρά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ὀχυρός]

< Προηγούμενο   1... 117 118 [119] 120 121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες