Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.203 εγγραφές [1131 - 1140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οφθαλμιατρείο το [ofθalmiatrío] Ο39 : ίδρυμα που ασχολείται με τη θεραπεία των οφθαλμικών παθήσεων: Tο Οφθαλμιατρείο Aθηνών.
[λόγ. οφθαλμίατρ(ος) -είον]
- οφθαλμίατρος ο [ofθalmíatros] Ο20α θηλ. οφθαλμίατρος [ofθalmíatros] Ο36 : γιατρός που έχει ειδικευτεί στην οφθαλμολογία.
[λόγ. οφθαλμ(ο)- + -ίατρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οφθαλμικός -ή -ό [ofθalmikós] Ε1 : (ανατ., ιατρ.) που αναφέρεται στον οφθαλμό και ιδίως ανήκει σ΄ αυτόν: Οφθαλμικά νοσήματα. Οφθαλμική αρτηρία / φλέβα. Οφθαλμική κοιλότητα. ~ βολβός, ο βολβός του ματιού.
[λόγ. < ελνστ. ὀφθαλμικός]
- οφθαλμο- [ofθalmo] & οφθαλμό- [ofθalmó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οφθαλμ- [ofθalm], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στον ανθρώπινο συνήθ. οφθαλμό: οφθαλμαπάτη, ~πορνεία. 2. (ιατρ.) α. αφορά τον ανθρώπινο οφθαλμό, εντοπίζεται σ΄ αυτόν: ~αντίδραση, οφθαλμεκτομή, οφθαλμόλιθος, οφθαλμόρροια. β. είναι κατάλληλο για τον οφθαλ μό: οφθαλμόμετρο, ~σκόπιο· οφθαλμίατρος, οφθαλμιατρείο.
[λόγ. < διεθ. ophthalm(o)- < θ. του αρχ. ὀφθαλμό(ς) ως α' συνθ.: οφθαλμο-σκόπιο, οφθαλ μο-λογία < αγγλ. ophthalmoscope, ophthalmology]
- οφθαλμολογία η [ofθalmolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την ανατομία και τη φυσιολογία του ματιού και ιδίως με τις οφθαλμικές παθήσεις και τη θεραπεία τους καθώς και η σχετική ιατρική ειδικό τητα: Γιατρός που ειδικεύεται στην ~. || Mάθημα / βιβλίο οφθαλμολογίας.
[λόγ. < γαλλ. ophthalmologie < ophthalmo- = οφθαλμο- + -logie = -λογία]
- οφθαλμολογικός -ή -ό [ofθalmolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην οφθαλμολογία: Οφθαλμολογικές έρευνες. Οφθαλμολογικό τμήμα. H οφθαλμολογική κλινική του νοσοκομείου.
[λόγ. < γαλλ. ophthalmologique < ophthalmolog(ie) = οφθαλμολογ(ία) -ique = -ικός]
- οφθαλμοπορνεία η [ofθalmopornía] Ο25 : λαγνεία που φαίνεται από την έκφραση των ματιών.
[λόγ. οφθαλμοπόρν(ος < οφθαλμο- + πόρνος) -εία]
- οφθαλμός ο [ofθalmós] Ο17 : (λόγ.) μάτι. 1. (ανατ.) το αισθητήριο όργανο της όρασης. ΦΡ και εκφράσεις εν ριπή* οφθαλμού. χάρμα* οφθαλμών. ως κόρη(ν)* οφθαλμού. διά γυμνού* οφθαλμού. οφθαλμόν αντί οφθαλμού (και οδόντα αντί οδόντος), για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση που γίνεται με πρόκληση της ίδιας βλάβης. έστι Δίκης* ~. 2. (βιολ.) το σημείο του βλαστού από το οποίο θα αναπτυχθεί νέος βλαστός ή νέο άνθος. 3. (τυπ.) η ανάγλυφη απεικόνιση του γράμματος στο τυπογραφικό στοιχείο.
[λόγ. < αρχ. ὀφθαλμός]
- οφθαλμοσκόπιο το [ofθalmoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την εξέταση του εσωτερικού του οφθαλμού.
[λόγ. < γαλλ. opht(h)almoscope < ophthalmo- = οφθαλμο- + -scope = -σκόπιον]
- οφθαλμοφανής -ής -ές [ofθalmofanís] Ε10 : που πολύ εύκολα γίνεται αντιληπτός· ολοφάνερος: Οφθαλμοφανές γεγονός / φαινόμενο. Οφθαλμοφανείς επιδιώξεις.
οφθαλμοφανώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὀφθαλμοφανής· λόγ. < ελνστ. ὀφθαλμοφανῶς]