Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Νεοπλασία
2 εγγραφές [1 - 2]
νεοπλασία η [neoplasía] Ο25 : (βιολ.) σχηματισμός νέου ιστού. || ανώμαλος πολλαπλασιασμός των κυττάρων, συνήθ. κακοήθους μορφής.

[λόγ. < γαλλ. néoplasie < néo- = νεο- + -plasie = -πλασία]

τεράτωμα το [terátoma] Ο49 : (βιολ.) νεοπλασία που αναπτύσσεται από εμβρυϊκά στοιχεία ή από σπέρματα.

[λόγ. < γαλλ. tératome < αρχ. τερατ- (τέρας) -ome = -ωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες